Τα γεωγραφικά και τα πολιτιστικά σύνορα της Ελλάδος κατά τον Ιωάννη Καποδίστρια. Οι στόχοι του ‘21

501

γράφει ο Γεώργιος Σκλαβούνος *

Απέναντι σε ένα συρρικνωμένο γεωγραφικά, και πολιτισμικά, αποξενωμένο από τον εαυτό του και τις ρίζες του Ελληνισμό, η θέση του Ιωάννη Καποδίστρια για γεωγραφικά και πολιτισμικά σύνορα του Ελληνισμού παραμένει διαχρονικά επίκαιρη.

Παραμένει επίκαιρη απέναντι σε κάθε εκδοχή του «ανήκουν εις την Δύσιν», όπως και στην πρώτη Κοραϊκή έκφραση αυτής της εκδοχής, περί Γαλλογραικών. Ιδιαίτερα σήμερα που οι αναθεωρητές νεο-Οθωμανοί απαιτούν αλλαγές συνόρων και οι διαχρονικοί προστάτες της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συνεχίζουν το αιώνιο παιχνίδι τους.

Γιώργος Σκλαβούνος

Οι θέσεις του Ιωάννη Καποδίστρια για τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδος, την πολιτισμική αυτονομία, συνέχεια και ταυτότητα του Ελληνισμού, ήταν (και παραμένει), απειλή για το ευρωπαϊκό σύστημα ισορροπίας.

Στο ερώτημα «τι πρέπει να εννοήσωμεν λέγοντες Ελλάδα σήμερον», η απάντηση του Καποδίστρια απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη στόχευση της.

«Το Ελληνικόν έθνος σύγκειται εκ των ανθρώπων, οίτινες από αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες την ορθόδοξον πίστιν και την γλώσσαν των πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της εκκλησίας των, όπου ποτέ της Τουρκίας και αν κατοικώσι. Ποία όρια η Ελλάς επέβαλεν εις την γεωγραφικήν έκτασίν της; Τα όρια της Ελλάδος από τεσσάρων μεν αιώνων διεγράφησαν υπό δικαιωμάτων, τα οποία ούτε ο χρόνος, ούτε αι πολύμορφοι συμφοραί, ούτε η δορυκτησία, ουδέποτε ίσχυσαν να παραγράψωσι διεγράφησαν δε από του 1821 δια του αίματος του χυθέντος εις τας σφαγάς των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρρών, του Μεσολογγίου, και εις τας πολυαρίθμους ναυμαχίας τε και πεζομαχίας εν αις εδοξάσθη το γενναίον τούτο έθνος.

Ορμώμενοι εκ τούτων των γεγονότων, άτινα υπερίστανται της ιστορίας της Ελλάδος, και τον ήδη επταετή αυτής αγώνα επιχαρακτηρίζουσιν, ευκόλως καταπειθόμεθα ότι ούτε περιφιλοδοξία ούτε κερδομανία, αλλά χρέος ιερόν και απαραβίαστον θέλει ενάξει δια παντός την Ελλάδα να συστείλη όσον το ολιγώτερον τα όρια της χώρας αυτής. Και αν δε του χρέους τούτου το αίσθημα σιγήση ενώπιον επικρατεστέρων αποθεωρήσεων, οι Έλληνες δικαίω τω λόγω δύνανται να ερωτήσωσιν εαυτούς, άραγε χάριν της ειρήνης αι μεσίτριαι Αυλαί τους αναγκάζουσι να εγκαταλείψωσιν έτι πολλούς των ομογενών των υπό τον Μεωμεθανικόν ζυγόν!

Και αι παρεμβαίνουσαι δε βασιλείαι, όσον αποθεωρήσωσι την φύσιν του πολέμου, τον οποίον θέλουσι να καταπαύσωσι, τόσον θέλουσι κατανοήση ότι η γεωγραφική βάσις της ειρηνοποιήσεως της Ανατολής δια να είναι στερεά και εμμενής, ούτε τη ώρα ταύτη να προσδιορισθή δύναται, ούτε και δια μόνης της ισχύος των διαπραγματεύσεων».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπερασπίζεται μια αδιάκοπη ΣΥΝΕΧΕΙΑ πολιτισμική, μια συνεχή αυτονομία δικαιοδοσίας και πνευματική αλλά και υπό την εκκλησία.

«Ποία όρια επέβαλεν η Ελλάς εις την γεωγραφικήν της έκτασιν;» ερωτά ο Ιωάννης Καποδίστριας. Είμαστε αναγκασμένοι να σταθούμε σ’ αυτό το ερώτημα και να επισημάνουμε ότι, για τον Ιωάννη Καποδίστρια, η Ελλάδα δεν είναι απλά και μονοσήμαντα γεωγραφικός όρος, είναι πρωτίστως οντότητα πολιτισμική σε μια σχέση δυναμική με το γεωγραφικό χώρο. Μια πολιτισμική οντότητα με αδιάκοπη πολιτισμική, γλωσσική θρησκευτική αλλά και διοικητική συνέχεια. Υπερασπίζεται ένα μαχόμενο Έθνος που επί αιώνες με αίμα δεν έπαψε να χαράζει τα όρια. Κατά συνέπεια, με βάσει το Δίκαιο των Εθνών, αυτά τα όρια δεν είχαν δικαίωμα να του τα στερήσουν “οι προστάτες του”. Τα όρια που επέβαλε αυτή η οργανωμένη πολιτισμική, κοινωνική και θρησκευτική «οντότητα» δεν ορίζονται μόνο από την ιστορία, ως όρια ιστορικής μνήμης, δεν είναι όρια σοβινιστικής ύβρεως, είναι όρια ζωντανού πολιτισμού, ποτισμένα με αίμα. Με ζωή και θάνατο σμιλευμένα. Είναι τα διαχρονικά όρια του Ελληνισμού που τα συναντάμε και στη Χάρτα του Ρήγα.

*(Από την εισήγηση του Γιώργου Σκλαβούνου στους Δελφούς, Νοέμβριος 2006, με θέμα «Η σχέση Πολιτιστικών και Γεωγραφικών συνόρων στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια και το Ανατολικό ζήτημα»)