γράφει ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης*
Αν κάποιος υποψήφιος, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του, προσπαθήσει να εξαγοράσει την ψήφο ενός πολίτη δελεάζοντάς τον με κάποιο χρηματικό ποσό, είναι αυτονόητο ότι θα αντιμετωπίσει ποινικές κυρώσεις, αν γίνει αντιληπτή η πράξη του. Και ορθώς!
Η κυβέρνηση, όμως, «νομιμοποιείται» να «δωροδοκεί» λίγες μόνον ημέρες πριν από τις εκλογές χιλιάδες πολίτες, χορηγώντας τους προεκλογικούς «μποναμάδες» υπό μορφή έκτακτων επιδομάτων. Και μάλιστα εφαρμόζει για δεύτερη φορά την πρακτική αυτή, αφού και πριν από τις πρόσφατες αυτοδιοικητικές και ευρωπαϊκές εκλογές έκανε ακριβώς το ίδιο!
Κι όμως… Αν το καλοσκεφτεί κανείς, το μείζονος σημασίας χαρακτηριστικό που στιγματίζει αυτή την ενέργεια των κυβερνώντων δεν είναι αυτή καθαυτή η προσπάθεια εξαγοράς της ψήφου των πολιτών, αλλά πρωτίστως ότι πιστεύουν πως μια τέτοια απόπειρα θα έχει αποτέλεσμα! Αυτό προφανώς είναι κάτι που εμείς τους δώσαμε το δικαίωμα να το σκέφτονται.
Το πελατειακό κράτος δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχαν και οι δύο συνιστώσες του, δηλαδή οι πωλητές και οι πελάτες. Και σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, αν δεν υπάρχει ζήτηση, τότε δεν υπάρχει και προσφορά. Υπό την οπτική αυτή, όσοι βιάζονται να κατηγορήσουν την κυβέρνηση Τσίπρα για την προσπάθεια εξαγοράς της ψήφου των πολιτών ας αναρωτηθούν πρώτα για τον βαθμό της ποσοτικής και ποιοτικής συνεισφοράς τους στη δημιουργία αυτής της κατάστασης.
Όταν τα κριτήρια για την επιλογή των ανθρώπων που θα διαχειριστούν τις τύχες της πατρίδας και της ελληνικής κοινωνίας εξαντλούνται σε κάποια «προνοιακά επιδόματα» ή σε μερικές ποσοστιαίες μονάδες αύξησης του κατώτατου μισθού, τότε ας μην παραπονιόμαστε όταν αυτοί οι άνθρωποι βάζουν στο ζύγι της μπακαλικής τους την αξιοπρέπειά μας.
Η ιδιότυπη, μάλιστα, αυτή σχέση μεταξύ πωλητών και πελατών χαρακτηρίζεται και από το γεγονός ότι οι «παροχές» των πρώτων προέρχονται ουσιαστικά από την εργασία και τον μόχθο των δεύτερων, από την καθημερινή αγωνία τους για επιβίωση και τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Η αυτονόητη, δηλαδή, υποχρέωση ενός κράτους για τη διασφάλιση αυτών των προϋποθέσεων για τους πολίτες του δεχόμαστε ουσιαστικά να καταντά κινητήριο μέσο μιας άθλιας εκατέρωθεν συναλλαγής για τη συντήρηση και την εξάπλωση ενός διεφθαρμένου καθεστώτος διαχείρισης της εξουσίας. Όσο αυτή η κατάσταση διαιωνίζεται τόσο η αποθράσυνση των κυβερνώντων θα διογκώνεται και τόσο η εθελοδουλεία των υπηκόων θα πλατειάζει.
Η αποδοχή αυτού του τρόπου λειτουργίας του κράτους και διαχείρισης της εξουσίας έχει ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, και την αδιαφορία των πολιτών για τα κοινά, την αποχή των ικανών και ανιδιοτελών προσώπων από τις πολιτικές διαδικασίες και διεργασίες και την τυφλή εμπιστοσύνη στον αυτόματο πιλότο της κοινωνικής απαξίας.
Στην αρχαία Ελλάδα, όπως γράφει η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, σε περιόδους κρίσεων και ρήξεων, στους πολίτες που αδιαφορούσαν για τα κοινά επιβαλλόταν πρόστιμο. Σήμερα, αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι επιδιώκεται, ενθαρρύνεται και πριμοδοτείται η μη συμμετοχή των πολιτών. Ισως για να κάνουν κάποιοι πιο ανώδυνα τη δουλειά τους…
*Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα» [email protected]
Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης
Επικεφαλής της παράταξης «Θεσσαλονίκη πόλη Ελληνική»
(αναδημοσίευση από το https://www.dimokratianews.gr/ )