Γράφει ο Γιώργος Μαραγκός….
Η ιστορία της μίζας στην Ελλάδα και εκτός των τειχών. Η κοινωνική ανοχή, τα πάρτι με τις μίζες στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, τα «πόθεν έσχες» και τα πλυντήρια.
Στην Ελλάδα η μίζα είναι συνδεδεμένη με την κοινωνική ανοχή. Το μπαξίσι, όχι μόνο δεν ήταν καταδικαστέο, αλλά κυριάρχησε ως ευρέως αποδεκτό εργαλείο διευκόλυνσης των συναλλαγών, ιδίως με το κράτος.
Η ιστορία της μίζας είναι η ιστορία της πολιτικής-διεθνώς. Πολλοί κορυφαίοι πολιτικοί κατηγορήθηκαν για δωροληψία, αρκετοί κάθισαν στο σκαμνί και κάποιοι καταδικάσθηκαν. Και το γαϊτανάκι συνεχίζεται. Στην Ελλάδα ωστόσο αυτό το φαινόμενο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για δύο λόγους.
Πρώτον, η μίζα είναι συνδεδεμένη με την κοινωνική ανοχή. Παραδοσιακά δεν θεωρείται και σπουδαίο έγκλημα να μεσολαβήσεις σε μια «δουλειά» και να πάρεις «προμήθεια». Το μπαξίσι, όχι μόνο δεν ήταν καταδικαστέο, αλλά κυριάρχησε ως ευρέως αποδεκτό εργαλείο διευκόλυνσης των συναλλαγών, ιδίως με το κράτος.
Δεύτερον γιατί η χώρα δεν είχε ελεγκτικούς μηχανισμούς που να πιστοποιούν αυτές τις υπόγειες διευθετήσεις, ούτε και φορολογικό σύστημα που να διαπιστώνει το αποτέλεσμα τους στο εισόδημα και την περιουσία πολιτικών και πολιτών. Χρειάσθηκε η χρεοκοπία, το Μνημόνιο και η τρόικα για εμφανιστούν οι χειροπέδες σε μεγάλους και επώνυμους.
Τα πάρτι με τις μίζες
Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης δεν ήταν μυστικό ότι το ένα πάρτι με τις μίζες διαδεχόταν το άλλο, ακριβώς όμως η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Για την ακρίβεια ήταν πολλά πάρτι μαζί. Οι εξοπλισμοί, λόγω του απορρήτου που τους συνόδευε, τα οδικά έργα, οι προμήθειες μηχανολογικού εξοπλισμού, η αγορά ειδών σε μεγάλες ποσότητες και φαρμάκων, και τα μετά το 1990 τα κοινοτικά προγράμματα είναι τα κυριότερα πεδία στα οποία αναδείχθηκαν τα μεγαλύτερα σκάνδαλα πίσω από τα οποία έγινε λόγος για μίζες μεγάλου ύψους.
Το εφεύρημα του «πόθεν έσχες» εξελίχθηκε σε πλυντήριο αφού δεν ενοχοποιούσε κανέναν και για τίποτε και οι πολιτικοί έβγαιναν καθαροί και αμόλυντοι.
Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης δεν ήταν μυστικό ότι το ένα πάρτι με τις μίζες διαδεχόταν το άλλο, ακριβώς όμως η μια κυβέρνηση διαδεχόταν την άλλη. Γιατί την ακρίβεια ήταν πολλά πάρτι μαζί
Αλλά το ίδιο συνέβαινε κατά κανόνα και με τους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι για να κάνουν τη δουλειά του- ή για να μην την κάνουν -έπρεπε να «πάρουν κάτι». Από τα διπλώματα αυτοκίνητων, μέχρι τις πολεοδομικές άδειες κι από τις τελωνειακές και φορολογικές υποθέσεις μέχρι τις συνδέσεις τηλεφώνων ,την έκδοση πιστοποιητικών και τα πάσης φύσεως «γρηγορόσημα» και «φακελάκια» οι συναλλαγές κάτω από το τραπέζι που θεωρούνταν φυσιολογικές καταστάσεις. Δεν είχε πρόβλημα ούτε αυτός που τα απαιτούσε ούτε αυτός που τα έδινε. Αρκεί να γίνει η δουλειά.
Είμαστε έθνος μιζαδόρων;
Όλα αυτά κατατείνουν στο ερώτημα: είμαστε έθνος μιζαδόρων; Θέλουμε ή λιγότερη διαφθορά ή περισσότερες ευκαιρίες να συμμετάσχουμε; Συλλογική ευθύνη δεν μπορεί να υπάρχει ούτε και σε αυτό το θέμα. Ωστόσο βγάζει μάτι η κατάσταση μιας κοινωνίας στην οποία το μαύρο χρήμα που προέρχεται από τέτοιου είδους συναλλαγές νομιμοποιείται με την πολυτελή διαβίωση και την απόκτηση σύμβολων πλούτου που δεν δικαιολογούνται από πρόσωπα που μετείχαν στο κράτος με ρόλο και λόγο στη χρήση των πόρων του και κανείς δεν ανησυχεί. Ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός έλεγχος σε βάθος.
Η μίζα στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς μηχανισμός πλουτισμού για κάποιους πολιτικούς, ή για ορισμένους από όσους είχαν δικαίωμα υπογραφής στο κρατικό μηχανισμό, ή ρόλο διεκπεραιωτή στο ευρύτερο δημόσιο. Ήταν και το κλειδί που άνοιγε όλες τις πόρτες-και προφανώς δεν σταμάτησε να είναι σε κάποιες περιπτώσεις. Αλλά παλαιότερα είχε τη μορφή εθνικής επιδημίας. Παλαιοί επιχειρηματίες επαίρονταν ότι στην αρχή κάθε χρόνου έβγαζαν ένα «δωράκι» για παράγοντες του δημόσιου βίου με το ενδεχόμενο και μόνο να τους χρειαστούν. Προτού η λέξη «δωράκι» μπει στο πολιτικό λεξιλόγιο αποδιδόμενη στην περιγραφή παλαιού Πρωθυπουργού για παράνομη συναλλαγή κομματικού στελέχους με μια ΔΕΚΟ.
Η μίζα στην Ελλάδα δεν ήταν απλώς μηχανισμός πλουτισμού για κάποιους πολιτικούς. Ήταν και το κλειδί που άνοιγε όλες τις πόρτες-και προφανώς δεν σταμάτησε να είναι σε κάποιες περιπτώσεις
Σταδιακά κατέστη σχεδόν εθιμικό «δίκαιο» ότι για να προχωρήσει μια δουλειά, να υπογραφεί μια συμφωνία, να αναληφθεί μια προμήθεια υλικού έπρεπε να πέσει μίζα-να «λαδωθεί» κάποιος. «Αν δεν λαδώσεις δεν κάνεις τη δουλειά σου», ήταν το δόγμα των συναλλασσόμενων με το κράτος.
Δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο. Η διανομή του δημόσιου χρήματος μετέτρεψε το κράτος παντού σε διαμεσολαβητή επ’ αμοιβή και επειδή το κράτος είναι άυλη έννοια η αμοιβή κατέληγε στις τσέπες όσων το «υπηρετούσαν» από όποια θέση. Από το έπος της μίζας δεν έλειψαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και τα στελέχη τους. Όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δέχθηκαν κατηγορίες για εμπλοκή στελεχών τους σε δουλειές με μίζες.
Εκτός από τις καθημερινές μικροσυναλλαγές «κάτω από το χέρι» η αποθέωση του λαδώματος γίνεται όσο ανεβαίνουμε τα σκαλιά της κρατικής και πολιτικής ιεραρχίας. Πολιτικοί, πρωτίστως όσοι κατείχαν κυβερνητικά αξιώματα και ισχυροί μανδαρίνοι της κρατικής γραφειοκρατίας και βρέθηκαν στη δίνη μιας διαρκώς ανακυκλούμενης επικαιρότητας για παράνομες πράξεις, για εύνοιες και άλλες διευκολύνσεις που τους απέφεραν οικονομικό όφελος.
Όσο ψηλότερα, τόσο ισχυρότερες οι υπόνοιες που έφτασαν -με λίγες εξαιρέσεις- μέχρι και τους Πρωθυπουργούς. Δεν αποδεδείχθηκε τίποτε για κανέναν και οι υποθέσεις ακόμη και όταν έφταναν στη Δικαιοσύνη έπαιρναν το δρόμο για το αρχείο. Ακόμη και γνωστές τρέχουσες υποθέσεις δεν έχουν ακόμη τελεσιδικίσει, ώστε να μιλήσουμε οριστικά για κάθαρση και έχουμε σαφή εικόνα ποιος πήρε πόσα και από ποιόν.
Σε κάποιες περιπτώσεις η κατηγορία καταγγέλθηκε ως κατασκευασμένη από τους πολιτικούς αντίπαλους και σε άλλες οι παραπεφθέντες αθωώθηκαν. Αλλά ακόμη κι όταν επιβλήθηκαν ποινές αποδόθηκαν σε σκοπιμότητες- καθώς η Δικαιοσύνη ποτέ δεν κατέκτησε το κύρος του ανεπηρέαστου μηχανισμού.
Το φαινόμενο της συλλογικής μίζας
Επιπλέον με το κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης συνδέεται και το φαινόμενο της συλλογικής μίζας– ήτοι της προμήθειας που προορίζεται για το κόμμα και όχι –μόνο- για κάποιο πρόσωπο. Αυτό διευκόλυνε κάποιους για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες λαδώματος να μετατρέψουν το κόμμα σε λημέρι. Κατάφευγαν στην προστασία του ισχυριζόμενοι ότι στο πρόσωπο τους πλήττεται η κομματική αξιοπιστία και «ποινικοποιείται η πολιτική ζωή».
Από ό,τι φαίνεται ένα κράτος που θεμελιώθηκε πάνω στις μίζες χρειάσθηκε σχεδόν δύο αιώνες για να ασχοληθεί σοβαρά και αποτελεσματικά με αυτό το είδος εγκληματικότητας
Η αλήθεια όμως είναι ότι τα κόμματα – έστω και καταχρεωμένα- ξόδευαν τεράστια ποσά που δεν μπόρεσαν να δικαιολογηθούν από τα επίσημα έσοδα τους. Επίσης ένας αριθμός στελεχών τους ζούσε στη χλιδή και αποκτούσε περιουσιακά στοιχεία κατά τρόπο που δεν δικαιολογούνταν από τις δηλωμένες αμοιβές του. Αλλά συχνά όταν αυτά άρχιζαν να εξετάζονται, δεν βρίσκονταν αποδείξεις για να φτάσει μια υπόθεση στο Δικαστήριο.