Γράφει ο Γιώργης ΤάΚη Δόξας και οι Συνεργάτες του
Σίγουρα, για πρώτη φορά, για μια Επιχείρηση, οι Καλοκαιρινές διακοπές κράτησαν περισσότερο από το σύνηθες. Σε αυτό το χρήσιμο χρονικό διάστημα, εκτός από τις διακοπές, αποφάσισα να ξεκινήσω αυτό το Ταξίδι Πολιτισμού από την αρχή – στα πάντα… Νέοι Συνεργάτες,· Νέο Πλάνο Δράσης,· Νέες συνεργασίες στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.
Και το πρώτο άρθρο είναι (ως πάντοτε) για την αγαπημένη μας ΑΡΧΑΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ και το ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΣ.
Ο σπουδαίος ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ήταν ο πρώτος που παρομοίασε την ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ με τους ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ, γράφοντας: «Άλλοι έρχονται για ν’ αγωνιστούν, Άλλοι για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και Άλλοι για να παρακολουθήσουν το ωραίο θέαμα». Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων το 776 π.Χ. σηματοδοτεί την έναρξη της αυτοσυνειδησίας των Αρχαίων Ελλήνων ως ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΑΟΥ και από εκεί θα αρχίσουν αργότερα να μετρούν τον κοινό ιστορικό χρόνο. Η θέση της Ολυμπίας στη δυτική και λιγότερο προηγμένη πλευρά της Πελοποννήσου, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, μακριά από τους οξείς εδαφικούς ανταγωνισμούς της ανατολικής Ελλάδας, αναμφίβολα βοήθησε στην Πανελλήνια αναγνώριση των αγώνων, ως και η θρησκευτική οντότητα του Τόπου έπαιξε σημαντικό ρόλο. (Η αιώνια, μυστηριώδης γαλήνη του Αρχαιολογικού Χώρου παραμένει αισθητή έως και σήμερα από κάθε επισκέπτη, γνώστη ή μη, της ιστορίας αυτού του τόπου.
Αρχικά, η ΟΛΥΜΠΙΑ, όπως και οι ΔΕΛΦΟΙ, ήταν ένα τέμενος της Γης που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία καμίας πόλης, αργότερα την προστασία της 2 ανέλαβε ο Δίας, ο πατέρας των Ολύμπιων θεών. Τότε άρχισαν και οι έριδες για την κυριαρχία της. Οι Ηλείοι ήταν οι επικρατέστεροι και αυτοί οργάνωσαν τις περισσότερες φορές τους αγώνες. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονταν κάθε τέσσερα έτη. Η τετραετής περιοδικότητά τους ονομαζόταν πεντετηρίς, γιατί οι Αρχαίοι συμπεριλάμβαναν αμφότερα τα άκρα στη μέτρηση του χρόνου, στους δε Αγώνες μετείχαν όλες οι αναγνωρισμένες Ελληνικές Πόλεις. Κατά τη δεύτερη πανσέληνο, μετά το θερινό ηλιοστάσιο (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου), τότε που οι μέρες μικραίνουν αλλά η δύναμη του ήλιου θεριεύει, θεατές από όλη την Ελλάδα μαζεύονταν στο ιερό του Δία για να επευφημήσουν και να δοξάσουν συμπατριώτες και ξένους. Το πλήθος που συσσωρευόταν μπορούσε να αγγίξει ακόμη και τις 40.000. Ανάμεσά τους πολλοί (έμποροι, μικροπωλητές, μάγειροι, προαγωγοί) αποσκοπούσαν στο κέρδος, οι περισσότεροι όμως έρχονταν για να δουν. Οι Έλληνες αρχικά αγωνίζονταν καλυμμένοι, φορώντας περιζώματα, όπως και οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Όμως, πενήντα (50) χρόνια μετά κάποιος πέταξε το περίζωμα, άλλοι τον ακολούθησαν και καθιερώθηκε ο θεσμός να αγωνίζονται όλοι γυμνοί. Οι αγώνες ονομάστηκαν τότε γυμνικοί – απ’ όπου προέρχεται και η σύγχρονη «γυμναστική». Το Άθλημα του αγώνα δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε 185 μέτρα, ήταν το πρώτο (και αρχικά μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δικαιολογημένα υπήρξε πάντοτε ένα πολύ δημοφιλές θέαμα.
Το 724 π.Χ. εισήχθη ο δίαυλος, διπλό στάδιο με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, και αμέσως μετά ο δόλιχος, ο μεγαλύτερος αγώνας δρόμου, που δεν ξεπερνούσε τα 4.800 μέτρα. Όλοι οι αγώνες σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η σχέση όμως αυτή φαινόταν καθαρότερα στην οπλιτοδρομίαν – έναν αγώνα δρόμου που εγκαινιάστηκε σχετικά αργά, το 520 π.Χ. Αρχικά οι αθλητές φορούσαν ολόκληρη την οπλιτική εξάρτυση αλλά τελικά διατήρησαν μόνο το κράνος και την ασπίδα (το όπλον). Η σχέση με τον πόλεμο φαίνεται επίσης στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιον, ένα ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, που επέτρεπε χτυπήματα και λαβές σε ολόκληρο σχεδόν το σώμα. Τα αθλήματα αυτά εγκαινιάστηκαν από το τέλος του 8ου έως το μέσον του 7ου αιώνα π.Χ. Η επιτυχία των πρώτων Πανελλήνιων αγώνων στην Ολυμπία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, διακόσια (200) περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή τους, εγκαινιάστηκαν νέοι πεντετηριακοί αγώνες στους Δελφούς, το άλλο 3 μεγάλο πανελλήνιοι κέντρο, προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνος (582 π.Χ.).
Μικρότερης αίγλης ήταν οι τριετηρίδες που πρωτοοργάνωσαν, την ίδια περίπου εποχή, η Νεμέα στην Αργολίδα προς τιμήν του Δία και η Κόρινθος στον Ισθμό προς τιμήν του Ποσειδώνα. Για να διατηρείται ετησίως ακμαίο το αγωνιστικό ήθος των αθλητών, οι τέσσερις (4) βασικοί Πανελλήνιοι αγώνες εναλλάσσονταν με τη μικρότερη δυνατή επικάλυψη. Οι Αγώνες υμνήθηκαν πολύ στην ποίηση. Όλη η σωζόμενη ποιητική παραγωγή του Θηβαίου Πινδάρου (περ. 518-443 π.Χ.) και μεγάλο μέρος αυτής του ανταγωνιστή του Κείου Βακχυλίδη (περ. 520-450 π.Χ.) είναι αφιερωμένη σε νικητές των Ολυμπιακών, Πυθικών, Ισθμικών και Νεμεακών Αγώνων.
Ο Πίνδαρος γνώριζε καλά πόσο μάταιη και εφήμερη είναι η ανθρώπινη ζωή, συγκρινόμενη με την αθάνατη νεότητα και την ομορφιά των θεών. Στην τελευταία σωζόμενη ωδή που συνέθεσε, γέροντας πια, για να υμνήσει τον νεαρό Αριστομένη από την Αίγινα, που πήρε το πρώτο βραβείο στην πάλη των παίδων στους Δελφούς (446 π.Χ.), ο Θηβαίος ποιητής έγραψε χαρακτηριστικά: Εφήμεροι οι Άνθρωποι / τι είναι ζωντανός; και τι Νεκρός; / Όνειρο σκιάς ο Άνθρωπος. Αλλά όταν η λάμψη από τον Δία κατεβεί/ φωτοχυσία γίνεται και ευχάριστη η ζωή. Ουσιαστικά, ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ στην Αρχαία Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα του Αγωνιστικού Ήθους.
Δυστυχώς, σταδιακά (και μεθοδικά), στην σύγχρονη εποχή, εκλείπει από το Αθλητικό γίγνεσθαι