Ρομαντικός εθνοκεντρισμός

171
Σταμάτης Σπανουδάκης

του Μανώλη Κοττάκη

H Ιστορία παίρνει καμιά φορά την εκδίκησή της με έναν τρόπο τόσο περίεργο και τόσο γλυκό, ώστε εν τέλει καταλήγεις να πιστεύεις ότι όλα σε αυτή τη ζωή είναι «νομοτέλεια», όπως έλεγε και ο φίλος μου ο Γιάννης, αδελφός κορυφαίου επιχειρηματία της χώρας. Δείτε: Το έτος 2000 ο συνθέτης Σταμάτης Σπανουδάκης ήταν «επικηρυγμένος» από τη διαπλοκή. Αποσυνάγωγος.

Το έργο του, απαγορευμένο από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, όπως το Μega Channel της εποχής. Στον ίδιο δεν επιτρεπόταν να εμφανίζεται καν στο Ηρώδειο. Ο Χρήστος Λαμπράκης αρνείτο να του παραχωρήσει το Μέγαρο Μουσικής γιατί δεν ήταν του μουσικού γούστου του. Ολα αυτά βεβαίως δεν είχαν συμβεί έτσι ξαφνικά, χωρίς αιτία και αφορμή.

Μανώλης Κοττάκης

Ο Σταμάτης είχε παραβιάσει έναν θεμελιώδη κανόνα της μεταπολιτευτικής Ελλάδος: Δεν ανήκε στην προοδευτική παράταξη και το δήλωνε. Και ακόμη χειρότερα: Στις εκλογές του 2000 η ορχήστρα του παιάνιζε τις συνθέσεις του στις πλατείες ανά την Ελλάδα, λίγο πριν και λίγο μετά τις προεκλογικές ομιλίες του Κώστα Καραμανλή. Σε ώρες που εκείνος διακήρυσσε «Εμείς να παράγουμε παιδεία, εμείς να παράγουμε πολιτισμό». Εθεωρήθηκε τούτη του η επιλογή (του Σταμάτη) έγκλημα καθοσιώσεως. Μόνο οι αριστεροί ηδύναντο να έχουν τέτοια μεταχείριση και ο Σταύρος Ξαρχάκος κατ’ εξαίρεσιν.

Ακόμη διατηρώ στο αρχείο μου τη συνέντευξη που μου έδωσε ο Σπανουδάκης το 2003 για την «Απογευματινή της Κυριακής», στην οποία επιτέθηκε με δριμύτητα στον Χρήστο Λαμπράκη και τον Γεώργιο Μπόμπολα για τον αποκλεισμό του από το Μega Channel, το Μέγαρο Μουσικής και το Ηρώδειο. Είχε προηγηθεί η γνωριμία μας τα Θεοφάνια της ίδιας χρονιάς στην Κωνσταντινούπολη, ειδικότερα στον Βόσπορο, στο καράβι της γραμμής προς τη Χάλκη – μου τον είχε συστήσει ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από τότε πέρασαν περίπου είκοσι ολόκληρα χρόνια.

Ο Σπανουδάκης μείωσε σταδιακώς τη δημόσια έκθεσή του υπέρ της ελληνικής συντήρησης, αλλά ταυτόχρονα άρχισε να αναπτύσσει με τις νότες του δράση στα ευρύτερα πνευματικά όρια αυτής, υπερασπιζόμενος την ελληνική ταυτότητα και την ορθόδοξη πίστη μας.

Τα ραντάρ των τηλεοράσεων εξακολούθησαν να μην τον συλλαμβάνουν, αλλά ο ίδιος μέσα από τη μεγάλη διαδικτυακή κοινότητα του facebook, στην οποία έχει σήμερα 127.000 ακολούθους, αλλά και διά των ετήσιων συναυλιών του στο Ηρώδειο και το Μέγαρο -στα οποία επιτέλους επέτυχε την πρόσβαση- διεύρυνε τα όρια της απήχησής του. Έγινε μεγαλύτερος. Ανήμερα της εορτής του φέτος η σύζυγός του, Ντόρη, με ενημέρωσε για ένα χαρμόσυνο, πλην απροσδόκητο νέο: Ο τηλεοπτικός σταθμός Μega, ο σταθμός του οποίου οι πόρτες ήταν ερμητικώς κλειστές επί Λαμπράκη, του άνοιγε τώρα τις πόρτες και του προσέφερε σχεδόν τρεις ώρες τηλεοπτικού χρόνου για να παρουσιάσει το έργο του και τον εαυτό του.

Τον είδαμε μέχρι τις 3 τα χαράματα το σαββατόβραδο. Η έκπληξη στους χιλιάδες αμύητους στην ορχηστρική μουσική Σπανουδάκη ήταν τεραστία, αν κρίνω από τα σχόλια. Επί τρεις ώρες οι δέκτες των Ελλήνων πλημμύρισαν με νότες που ανύψωναν την ελληνικότητα, την οικουμενικότητα, την Ορθοδοξία, τις χαμένες πατρίδες. Τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια. Η… νομοτέλεια, που λέγαμε. Για πρώτη φορά ο Σπανουδάκης είχε την προσοχή όλων. Θα τολμούσα δε να πω και το εξής:

Προφανώς και οι συνθέσεις του δεν μπορούν να συγκριθούν με τις συνθέσεις του Μίκη, ούτε και ο ίδιος θα το ήθελε άλλωστε, εκπέμπει σε διαφορετικό μήκος κύματος. Όμως ελλείψει της βαριάς σκιάς του Θεοδωράκη, ο ήχος του, οι νότες του, οι μελωδίες του, η προσέγγισή του στην ελληνική μουσική μπορούν πλέον να αξιολογηθούν καλύτερα και να τύχουν πολύ καλύτερης υποδοχής σε σύγκριση με την εποχή που ζούσε ο Μίκης και τα «σκίαζε» όλα.

Ειδικώς το τόλμημά του να «παντρέψει» τη βυζαντινή μουσική με τη σύγχρονη μουσική, ακόμη και με την ηλεκτρική κιθάρα. Οσα «είπαν» οι μεγάλοι Μάνος Χατζιδάκις, Ντέμης Ρούσσος, Βαγγέλης Παπαθανασίου για τον Σπανουδάκη πιστοποιούν ότι ετύγχανε ευρείας αναγνώρισης από διακεκριμένους συναδέλφους του – τώρα έφθασε η ώρα για την αναγνώριση την καθολική. Εάν βάλεις κάτω και ακούσεις με προσοχή τις συνθέσεις του Μίκη, του Μάνου, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιάννη Μαρκόπουλου, του Διονύση Σαββόπουλου και του Σταμάτη Σπανουδάκη, θα διαπιστώσεις ότι έχεις να κάνεις με ένα σύνολο ελληνικότητας βασισμένης στις ρίζες, στην παράδοση, στη βυζαντινή μουσική.

Καθένας όμως ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση για να φθάσει στο αποτέλεσμα. Τον καιρό που ο Θούριος των τραγουδιών της Μεταπολιτεύσεως σαγήνευε και ξεσήκωνε τα πλήθη και τα πάθη, συνθέτες όπως ο Σαββόπουλος και ο Σπανουδάκης (που επέλεγαν έναν ρομαντικό εθνοκεντρισμό) απορρίπτονταν ως πρώτη επιλογή λόγω της ζημιάς που είχε κάνει η δικτατορία σε σύμβολα, έννοιες, ιδέες.

Ο Νιόνιος επένδυε στων «Ελλήνων τις κοινότητες, που πότε με Ορθοδοξία…» οδηγούσαν την πατρίδα σε άλλο γαλαξία. Ο Σπανουδάκης, επηρεασμένος από προσωπικά βιώματα, έκανε θρησκευτική μουσική τόσο κεκαλυμμένη, ώστε ούτε η Βιτάλη καταλάβαινε στην αρχή ότι απευθύνεται στον Χριστό και στην Παναγία και όχι σε γήινα πρόσωπα, όταν ερμήνευε τον «Ξαφνικό έρωτα», τη συνάντηση του συνθέτη με τον Θεό (έλα μόνο για λίγο/ μέσα μου σιωπή/ μίλα μου εσύ/ ζω και ξαναζώ/ σε χώρο μυστικό/ σε ανταμώνω).

Στην πραγματικότητα, σήμερα φαίνεται ξεκάθαρα πως το μουσικό κεφάλαιο Σπανουδάκη -οι ωδές στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, στην Πόλη Γλυκιά, στη Σμύρνη, οι εκκλησιαστικοί ύμνοι- είναι μια νέα πρόταση προσέγγισης του Γένους. Πρόταση υψηλής ποιότητας. Πρόταση ανύψωσης των συναισθημάτων. Πρόταση στην οποία ποτέ δεν δόθηκε επαρκής χώρος για να ακουστεί ενιαία. Και ποτέ, πλην των εκλογών του 2000, δεν υιοθετήθηκε ως mainstream.

Προχθές αυτό συνέβη κατά τύχη μέσα από τους διαύλους του σταθμού στον οποίο εθεωρείτο κάποτε persona non grata. Γράφω «κατά τύχη», γιατί η παρουσία του δεν ήταν εντεταγμένη σε κάποια συνολική οπτική του σταθμού για την Ελλάδα και τον πολιτισμό – την εβδομάδα πριν από τον Σταμάτη Σπανουδάκη φιλοξενήθηκε εκεί ο Γιώργος Αλκαίος, καμιά σχέση. Έστω κι έτσι όμως -κατά λάθος-, αποδόθηκε δικαιοσύνη. Σκέφτομαι μάλιστα το εξής: Έχουν δίκαιο όσοι λένε ότι όλα για κάποιον λόγο γίνονται. Κάθε μουσική πρόταση, κάθε βιβλίο, κάθε πίνακας πρέπει να συναντηθεί με την εποχή του για τη δικαίωση. Η εποχή μας είναι ιδεώδης για τις νότες του Σταμάτη, τυχερός που δικαιώνεται εν ζωή.

Οι Ελληνες ψάχνουν ησυχία και καταλλαγή μες στη βοή. Τη βρίσκουν στη «Χαμένη άνοιξη». Ψάχνουν αυτοπεποίθηση μέσα στην αμφισβήτηση. Τη βρίσκουν στα «Πέτρινα χρόνια», στο «Ελλάδα, στους ώμους τη γη κουβαλάς». Ψάχνουν γαλήνη στον Ιησού και στην Παναγία. Την ανακαλύπτουν στο «Κύριε των Δυνάμεων». Ψάχνουν νόημα στην εθνική ταυτότητα και την Ιστορία. Την ανακαλύπτουν στον «Μαρμαρωμένο βασιλιά».

Η μπαγκέτα του Σπανουδάκη και τα σαγηνευτικά βιολιά των άξιων μουσικών του συντονίζονται πλέον με τις ψυχές της πλειονότητος των Ελλήνων. Ήλθε πια η εποχή του.

ΠΗΓΗ: https://www.newsbreak.gr/apopseis/278251/romantikos-ethnokentrismos/