Γράφει ο Νίκος Τζιόπας….
Στον μισό αιώνα που αναπνέω σε αυτήν την ζωή, συμπληρώνω τον επόμενο μήνα 16 χρόνια εκτός πατρίδας. Έζησα δηλαδή 16 χρόνια, τμηματικά κι όχι συνεχόμενα, ως μετανάστης. Και για να μην υπάρξει καμία σύγχυση, να ξεκαθαρίσω εξ΄ αρχής, ότι όπου κι αν πήγα, από την Ευρώπη έως την Αμερική και ως την Ωκεανία, τήρησα στο ακέραιο τους νόμους και τους κανόνες των χωρών που με φιλοξένησαν ώστε να εισέλθω σε αυτές.
Αυτή την παρατήρηση την κάνω ώστε να αποφευχθούν περίεργες συγκρίσεις που οδηγούν μοιραία σε γενικεύσεις οι οποίες είναι άτοπες. Θα μπορούσα, να αναφέρω και λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα την εμπειρία μου που αφορά στο πρώτο μου ταξίδι στη Νέα Ζηλανδία από το Λος Άντζελες της Αμερικής, όταν φτάνοντας κατά τις 5 το πρωί στο αεροδρόμιο του Γουέλιγκτον κι ενώ είχα βίζα, υπέστην τέτοια σωματική έρευνα που μόνο ένας καταζητούμενος από την Ιντερπόλ θα αντιμετώπιζε. 3 αστυνομικοί έκαναν φύλλο και φτερό τα πράγματά μου κι ένας τέταρτος ασχολήθηκε ενδελεχώς με το μισογεμάτο πακέτο των τσιγάρων μου, ελέγχοντάς τα ένα ένα. Φυσικά δεν αντέδρασα διότι όταν είσαι καλεσμένος δεν κάνεις εσύ κουμάντο. Θα μπορούσα επίσης να αναφέρω ότι αφού επί ένα μισάωρο με ξεψάχνιζαν και παρ΄ όλο που όπως προείπα είχα βίζα εισόδου, πήραν και μερικά τηλέφωνα στο ξενοδοχείο που με φιλοξενούσε μέχρι να ξυπνήσει ο άνθρωπος που με κάλεσε ώστε να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό που πρόδιδαν τα έγγραφά μου.
Αλλά τι να λέμε τώρα…. αν καθίσω και γράψω κι άλλες λεπτομέρειες και καθίσετε και κάνετε τίποτα συγκρίσεις με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα, θα γελάσουν μέχρι και τα αιρ κοντίσιον στα χοτ σποτ…
Ως μετανάστης, λοιπόν, φυσικά οι άνθρωποι που συνάντησα στα κράτη που έζησα με αντιμετώπισαν ως αυτό που είμαι: ως Έλληνα. Όταν για παράδειγμα, καθόμουν σε ένα «Σταρμπακς» στο Λος Άντζελες και παρακολουθούσα από το λαπ τοπ μου τις ειδήσεις των καναλιών της Ελλάδας, δεν πιστεύω να νομίζετε ότι ο γηραιός μαύρος κύριος που καθόταν στο διπλανό τραπέζι να μην με ρώταγε τι γλώσσα είναι αυτή!
Φυσικά και με ρώτησε, φυσικά του είπα ότι είμαι Έλληνας και φυσικά άφησε στην άκρη το βιβλίο ιστορίας που διάβαζε κι άρχισε χαμογελαστός και περήφανος να μου αραδιάζει τα βιβλία που έχει διαβάσει για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη κι ένα πλήθος αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. «Χάρηκα πολύ που σήμερα γνώρισα έναν Έλληνα» ήταν η κατάληξη της, όχι και τόσο σύντομης, συζήτησής μας.
Έχω ένα πλήθος ανάλογων εμπειριών αλλά μία μου έχει μείνει χαραγμένη έντονα στο μυαλό. Βρίσκομαι στο ξενοδοχείο «Σαιντ Τζώρτζ» στο Γουέλιγκτον, πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, ένα κόσμημα για την πόλη την δεκαετία του ΄60 που περηφανευόταν με τεράστιες φωτογραφίες ότι εκεί είχαν φιλοξενηθεί οι «Μπιτλς» όταν πραγματοποίησαν στο Γουέλιγκτον μια τεράστια συναυλία τους.
Βγαίνοντας λοιπόν για τσιγάρο στην είσοδο του ξενοδοχείου, με πλησίασε ένας ψηλός μελαχρινός (πιο μελαχρινός από μένα) νεαρός και μου έκανε τράκα. Τον κέρασα τσιγάρο, με ευχαρίστησε κι από την σύντομη συνομιλία μας κατάλαβε λόγω προφοράς ότι είμαι κι εγώ ξένος. Εντάξει τώρα, δεν πιστεύω να αναρωτιέστε για το ποιά ήταν η πρώτη του ερώτηση…
Στην απάντησή μου «Έλληνας» αντίκρυσα ένα από τα πιο ευτυχισμένα πρόσωπα που έχω δει στη ζωή μου. Ο Παρθενώνας, ο Σωκράτης, ο Μέγας Αλέξανδρος και τόσοι άλλοι, έβγαιναν με ριπές από το στόμα του μαζί με επιφωνήματα θαυμασμού, σεβασμού και δέους! Ασυγκράτητος ο νεαρός Χιλιανός φοιτητής ήταν έτοιμος να ασπαστεί μπροστά μου ακόμα και το δωδεκάθεο ώστε να μου δείξει την ανυπέρβλητη χαρά του που με γνώρισε!
Και φυσικά αυτός ήταν και ο επίλογος της όχι και τόσο σύντομης συνομιλίας μας (το αδειάσαμε το πακέτο): «Είναι μεγάλη μου τιμή που επιτέλους γνωρίζω από κοντά έναν Έλληνα» μου είπε καθώς αποχαιρετιόμασταν.
Θα μπορούσα να αναφέρω επίσης την εμπειρία μου από ένα καφε μπαρ της Γερμανίας όπου εργαζόμουν ως μπάρμαν και αφού έκανα καθημερινά την καθιερωμένη προπαγάνδα υπέρ της Ελλάδος, κάποιος Γερμανός πελάτης μου πετάχτηκε και κάπως κοροϊδευτικά μου είπε δυνατά μπροστά σε όλους που είχαν γεμίσει ασφυκτικά τη «μπάρα»:
«Εσύ Νίκο μη μιλάς γιατί μας χρωστάτε τόσα λεφτά και σας πληρώνουμε συνεχώς». Επικράτησε νεκρική σιγή και όλοι στράφηκαν σε μένα για να δουν την αντίδρασή μου.
Τον κοίταξα και ειλικρινέστατα τον ρώτησα: «Πόσα;»
Κάτι πήγε να ψελλίσει αλλά τον διέκοψα πάλι: «Eίπες σας χρωστάμε. Πόσα;»
Στην αδυναμία του να απαντήσει, οι θαμώνες ξέσπασαν σε γέλια τόσο δυνατά που ακόμη αντηχούν στα αυτιά μου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μερικοί πιο μπασμένοι στα πράγματα άρχισαν να υπερασπίζονται την Ελλάδα λέγοντας ότι δεν είναι έτσι, η Ελλάδα δανείζεται αλλά πληρώνει, οι συντάξεις όπως και οι μισθοί έχουν περικοπεί και ο ελληνικός λαός ματώνει κ.λ.π. Είχε πιάσει τόπο το καθημερινό μου «φροντιστήριο»…
Ο “επιθετικός” πελάτης κοκκίνησε και σταμάτησε. Σταμάτησαν όμως και οι συζητήσεις από την φωνή ενός πελάτη που δεν είχα ποτέ μιλήσει μαζί του, που έπινε πάντα ήσυχος την μπύρα του, σοβαρός και μετρημένος και που δεν ήξερα ποτέ αν είναι φιλικός ή αδιάφορος μαζί μου:
«Να μην ξανακατηγορήσει κανένας την Ελλάδα γιατί η Ελλάδα έφτιαξε την Ακρόπολη και όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη οφείλουν να επισκεφθούν έστω για μια φορά στη ζωή τους αυτό το μνημείο!».
Στεναχωρέθηκα πολύ. Στεναχωριέμαι ακόμα. Πήραμε ένα διαβατήριο 2500 ετών στο χέρι και με αυτό πορευόμαστε ακόμα.
Αν δεν το ανανεώσουμε θα χαθούμε.