22-24 Φεβρουαρίου 1821: Η έναρξη της Εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821

245

του Κώστα Βαϊούλη*

Η μεγάλη Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821 δεν προέκυψε ούτε ξαφνικά ούτε τυχαία. Οι θρήνοι για την άλωση της Πόλης, που εκφράζουν όχι μόνο τη θλίψη και την απελπισία αλλά και την πίστη για τη Ελευθερία, ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά και οι προφητείες που προέβλεπαν την ανάσταση του Γένους, αναθέρμαιναν τις ελπίδες των υπόδουλων Ελλήνων. Η ιδέα της εθνικής ενότητας καλλιεργήθηκε με βασικούς συντελεστές την ελληνική γλώσσα, την ορθόδοξη θρησκεία και την παράδοση. Κατά την περίοδο της σκλαβιάς από τους Οθωμανούς αναπτύχθηκε ο θεσμός των Κοινοτήτων (η τοπική αυτοδιοίκηση που υπήρξε απαρχή της πολιτικής οργάνωσης) και ο Κλεφταρματολισμός (ο πρώτος πυρήνας της στρατιωτικής δύναμης των Ελλήνων).. Η Επανάσταση δεν γεννήθηκε σε μια στιγμή απροσδόκητης εξέγερσης. Δεν προέκυψε από προσμονή θαύματος. Χρειάσθηκαν πολλά χρόνια προετοιμασίας αλλά και θυσιών για το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Γιατί για να φτάσουμε στο 1821, το Ελληνικό Έθνος έδωσε πολλούς αγώνες για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και οι πρόγονοί μας πλήρωσαν με βαρύτατο φόρο αίματος τούς ξεσηκωμούς για την Ελευθερία. Από το 1453 έως το 1821 ξέσπασαν 16 Επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα και υπήρξαν 124 τοπικές εξεγέρσεις!

Κώστας Βαϊούλης

H Ελληνική επανάσταση της Παλιγγενεσίας ξεκίνησε στις 22 Φεβρουαρίου 1821 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τελείωσε με τη μάχη της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829.

Από τον Μάϊο του 1820, ο εμφύλιος πόλεμος που έχει ξεσπάσει ανάμεσα στον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ και τον Αλή Πασά, απασχολώντας μεγάλο όγκο δυνάμεων των Οθωμανών, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τους Έλληνες που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Από την άλλη πλευρά είτε εξαιτίας απρόσεκτων κινήσεων της γενικευμένης πια στρατολόγησης μελών στη Φιλική Εταιρεία είτε μέσω προδοτικών ενεργειών, όπως αυτή του προδότη Ασημάκη Θεοδώρου, ο οποίος κατέδωσε στους Τούρκους την δράση των Κωνσταντινουπολιτών Φιλικών. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε έναρξη των επαναστατικών ενεργειών στην περιοχή της Πελοποννήσου. Η διστακτικότητα, όμως, των προεστών σε συνδυασμό με την ελλιπή οργάνωση, καθιστούσαν την παραπάνω σκέψη αδύνατη. Προτιμήθηκε η περιοχή της Μολδοβλαχίας, η οποία θα χρησίμευε περισσότερο ως τόπος οργάνωσης του στρατιωτικού σώματος, που θα κατέφθανε αργότερα στο Μωριά. Άλλωστε, το γεγονός ότι για να εισέλθει οθωμανικός στρατός στην περιοχή έπρεπε πρωτίστως, να λάβει άδεια από τη Ρωσία διευκόλυνε το έργο του Υψηλάντη.

Έτσι φτάνουμε στις 16 Φεβρουαρίου 1821 στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας (σημερινό Κισινάου της Μολδαβίας) στο αρχοντικό των Υψηλάντηδων, όταν και λαμβάνεται η οριστική απόφαση για την έναρξη της επανάστασης. Κοινή η απόφαση των αδελφών:

«Μένει νὰ δοθῆ τὸ σύνθημα τοῦ ἀγώνα καὶ στὶς καρδιὲς τῶνἙλλήνων τὸ σάλπισμα ν’ ἀντιλαλήση κι ἀπὸ τὰ θεμέλια της νὰ σείση τὴν Τουρκιά. Ἂς δώσωμε καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας στὸ βωμὸ τῆς Πατρίδας. Ἔτσι θὰ ἐκτελέσωμε τὴν παραγγελία τοῦ πατέρα μας καὶ θὰ πάρωμε ἐκδίκηση γιὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέφερε ὁ πάππος μας καὶ πέθανε ἀπ’ αὐτά. Ὅλα ἂς τὰ δώσωμε στὴν πατρίδα. Ἂς κινήσωμε τὸν ἱερὸ ἀγώνα».

Στις 21 Φεβρουαρίου, διεξήχθη η πρώτη μάχη μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, περίπου 150 Κεφαλλονιτών ναυτών κυρίως, με επικεφαλής τον Βασίλειο Καραβιά, στο Γαλάτσι, όπου οι Έλληνες επαναστάτες υπερίσχυσαν και τερμάτισαν την τουρκική κυριαρχία.

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, φαναριώτικης καταγωγής, με επιτυχημένη στρατιωτική υπηρεσία και σημαντική πολεμική δράση, ήταν ήδη υποστράτηγος του ρωσικού στρατού και έχαιρε της εκτίμησης και εμπιστοσύνης του Τσάρου. εισέρχεται στο Ιάσιο, καθώς περνά τον ποταμό Προύθο και υψώνει τη σημαία της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά από δυο μέρες, στις 24 Φεβρουαρίου, εξέδωσε προκήρυξη με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Η προκήρυξη άρχιζε: «Η ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες!»  και κατέληγε: «Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!» Αυτοί που τον ακολούθησαν ήταν οι ο Ι. Φαρμάκης από την Βλάστη Κοζάνης και ο Γ. Ολύμπιος από το Λιβάδι Ολύμπου, Σάββας Καμινάρης και ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου. Οι δύο τελευταίοι δυστυχώς  σύντομα θα τον πρόδιδαν  ενώ οι δύο πρώτοι, ο Ι. Φαρμάκης  και ο Γ. Ολύμπιος , έμειναν μέχρι τέλους πιστοί, θυσιάζοντας τη ζωή τους. Μαζί και ο Γεώργιος Λασσάνης, χιλίαρχος του Ιερού Λόχου, υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη και πιστός σύντροφός του στις μάχες, στη φυλακή και μέχρι την ημέρα του θανάτου του το 1828.

 «Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στρατολόγησεν εθελοντάς καί υπέρ τάς δύο χιλιάδας ευρισκομένους εν Ιασίω Έλληνας, εκ τών οποίων εσχημάτισεν εν μέρος, ονομάσαν αυτό Ιερόν Λόχον καί ενέδυσε μέ στολήν μελανήν, θέσας καί εις τό άκρον τού επί τής κεφαλής καλύμματος, τρίχωον σφαιροειδές σύμβολον ελευθερίας (κονκάρδαν) από χρώμα κόκκινον, κυανούν καί λευκόν, κατά δέ τό μέτωπον τού καλύμματος δύο οστά μέ κρανίον από άργυρον σημαίνοντα ελευθερίαν ή θάνατον…» (Ηλία Φωτεινού, Οι Άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως, Λειψία 1846).

Ο Υψηλάντης επέλεξε να δώσει την πρώτη μάχη, στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, στις 7 Ιουνίου 1821, όπου ήταν εγκατεστημένη ισχυρή τουρκική φρουρά. Μετά από μία δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος φτάνει απέναντι από το Δραγατσάνι όπου στρατοπεδεύει.

Οι άντρες του Ιερού Λόχου, με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν πραγματικά μια ένδοξη σελίδα στην ιστορία του Γένους. Όμως μέσα από λάθη, αλλά και κάποιες προδοτικές ενέργειες εκείνης της επιχειρήσεως, υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Είκοσι πέντε αξιωματικοί και 180 Ιερολοχίτες σκοτώθηκαν, ενώ 37 αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν. Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο σημαντικότερος στρατιωτικός ηγήτορας του στρατεύματος του Υψηλάντη, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά, μεταξύ των οποίων και τον αρχηγό τους Νικόλαο Υψηλάντη και τον υπασπιστή του Ιερού Λόχου Αθανάσιο Τσακάλωφ. Διέσωσε επίσης τη σημαία του Λόχου από το σημείο όπου είχε πέσει ο σημαιοφόρος.
(Παλιός αρματολός στον Όλυμπο ο Γιωργάκης, είχε βοηθήσει τους Σέρβους στην επανάστασή τους του 1799, είχε πολεμήσει τους Τούρκους το 1805 στο πλευρό των Ρώσων – οι οποίοι του απένειμαν τον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά την αποχώρηση του Υψηλάντη συναντά τον Φαρμάκη και μαζί δημιουργούν δύναμη 800 ιππέων, με στόχο δια μέσου Μολδαβίας και Βεσσαραβίας να κατέλθουν στην Ελλάδα. Από τις ταλαιπωρίες και τη θλίψη αρρωσταίνει, οι πιστοί του στρατιώτες τον μεταφέρουν σε φορείο. Συνέρχεται από την αρρώστια του και καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, συνεχίζει την πορεία του ανάμεσα στις απόκρημνες πλαγιές και τα βουνά της Βεσσαραβίας. Με τους 350 άνδρες που του απέμειναν, κλείνεται στην οχυρή Μονή Σέκου στη Μολδαβία και στις 5 Σεπτεμβρίου 1821 δίνει την πρώτη μάχη με τους Τούρκους και τους προκαλεί μεγάλες απώλειες. Την 8η Σεπτεμβρίου 1821 δύναμη 4000 Τούρκων επιτίθεται κατά της Μονής. Η μάχη διαρκεί 12 ημέρες, χωρίς οι Τούρκοι να μπορούν να επιτύχουν την κατάληψη της Μονής. Τα πυρομαχικά όμως και τα τρόφιμα εξαντλούνται. Ο Σαλήχ Πασάς επιχειρεί να δελεάσει τον Ολύμπιο, για να παραδοθεί, αλλά ο ήρωας απορρίπτει με περιφρόνηση τις προτάσεις του και στους συντρόφους του λέει: “εγώ θα μείνω εδώ και καώ, αν θέλετε εσείς βγείτε, σας ανοίγω ο ίδιος την πόρτα”. Αλλά κανείς δεν δέχθηκε να φύγει. Την 22 Σεπτεμβρίου πλήθος Τούρκων όρμησαν στον περίβολο της Μονής. Τα πυρομαχικά εξαντλήθηκαν και απέμειναν στο κωδωνοστάσιο μερικά μόνον βαρέλια πυρίτιδας. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος έκανε το σημείο του σταυρού και έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα παίρνοντας μαζί του στο θάνατο και πολλούς Τούρκους. Έτσι χάθηκε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ωραίος, συνεπής, ακαταμάχητος. Ο “ενδοξότερος, πολέμαρχος, ο τιμιότερος άνδρας”).

Η έκβαση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν ολέθρια για την ελληνική πλευρά, ωστόσο οι συνέπειές της αξιολογούνται θετικά, καθώς χάρις σε αυτήν κινητοποιήθηκε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, υπήρξε διεθνής συγκίνηση για τη θυσία των ανδρών του Ιερού Λόχου και ευνοήθηκε σε έναν βαθμό η εξέγερση στην υπόλοιπη χώρα. Η γεωγραφική θέση αποτελούσε στρατηγικό μειονέκτημα που δεν ευνοούσε τις προσπάθειές των επαναστατημένων. Επιπλέον, δεν τις ευνοούσε  η εγγύτητα σε μεγάλες τουρκικές δυνάμεις ενώ ήταν δυσχερής έως αδύνατη η υποστήριξη του αγώνα από άλλες περιοχές ή από θαλάσσης. Έτσι κατεπνίγη σύντομα.
Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα στην Μακεδονία, όπου μετά την αποτυχία της Επανάστασης εκεί, οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, του Βερμίου, της Χαλκιδικής και των άλλων περιοχών, αποφάσισαν τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα στη νοτίως του Ολύμπου Ελλάδα, στο πλευρό των αδελφών τους της Ηπείρου, της Ρούμελης, του Μωριά και των νησιών.

Οι άνθρωποι αυτοί, άφησαν τα ίχνη τους στην ιστορία. Εμείς οι νεότερες γενιές, οφείλουμε να διατηρήσουμε την ιστορική τους μνήμη, όπου μέσα από εκεί θα αντλούμε δύναμη και προοπτική αγώνα. Ας κλείσουμε με μερικούς στίχους από το ποίημα  του Ανδρέα Κάλβου «Εις τον Ιερόν Λόχον»:

Ας μη βρέξει ποτέ

το σύννεφον, και ο άνεμος

σκληρός ας μή σκορπίση

το χώμα το μακάριον

που σας σκεπάζει.

Ω γνήσια της Ελλάδος

τέκνα ψυχαί που επέσατε

εις τον αγώνα ανδρείως,

τάγμα εκλεκτών Ηρώων,

καύχημα νέον.

Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν και ειπείν Τον ένδοξον
λόχον, τέκνα μιμήσατε,
λόχον Ηρώων.

Σημειώσεις:

(α. Στο στρατιωτικό οργανισμό που συνέταξε ο Νικόλαος Υψηλάντης στις παραγράφους ΙΑ και ΙΒ η σχετική οδηγία για τη σημαία αναφέρει:

” Η Ελληνική σημαία τόσο εις τα της ξηράς στρατεύματα όσο και εις τα της θαλάσσης πρέπει να είναι κατασκευασμένη εκ τριών χρωμάτων: άσπρο, μαύρο και κόκκινο. Το άσπρο σημαίνει την αθωότητα της δικαίας ημών επιχειρήσεως κατά των τυράννων, το μαύρο το υπέρ πατρίδος και ελευθερίας θάνατον ημών και το κόκκινο την αυτεξουσιότητα του Ελληνικού λαού και την χαράν αυτού διότι πολεμεί δια την ανάστασιν της Πατρίδος”

Στη μία πλευρά της σημαίας αναγραφόταν το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ και υπήρχε στο κέντρο η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην άλλη πλευρά υπήρχε η εικόνα του Φοίνικα αναγεννώμενου από τις φλόγες και αναγραφόταν: ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ.

β.  Όρκος Ιερού Λόχου

Στην Φωξάνη της Ρουμανίας, οι σπουδαστές που δεν είχαν καμιά στρατιωτική εμπειρία άρχισαν να γυμνάζονται και να εκπαιδεύονται στην χρήση των όπλων και της λόγχης. Η ορκωμοσία τους έγινε στο ναό της πόλης: «Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδος να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου. Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου. Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου. Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν μου, εάν τον εύρω προδότην της Πατρίδος μας.
Να υποτάσσομαι στον υπέρ της Πατρίδος μου αρχηγόν. Να μη βλέψω εις τα όπισθέν μου, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και Θρησκείας μου.Να λάβω τα όπλα εις κάθε περίστασιν, ευθύς μόλις ακούσω ότι ο Αρχηγός μου εκστρατεύει κατά των τυράννων. Να συγκαταφέρω άπαντας τους φίλους και γνωρίμους μου εις το να με ακολουθήσωσιν. Να βλέψω πάντοτε τους εχθρούς μου με μίσος και με περιφρόνησιν.
Να μη παρατήσω τα όπλα προτού να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της.
Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της θρησκείας μου ή ν΄αποθάνω ως μάρτυς δια τον Ιησού Χριστόν. Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το της Θείας Μεταλήψεως φοβερόν Μυστήριον ότι θα υστερηθώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταία μου εκείνην ώρα, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».

γ. Στο κοιμητήριο του Δραγατσανίου στη Ρουμανία υπάρχει το Μνημείο των Πεσόντων Ιερολοχιτών το οποίο ανεγέρθη στα 1884 με την πρωτοβουλία της συντακτικής επιτροπής της Ελληνικής εφημερίδας του Βουκουρεστίου “Σύλλογοι”. Το μνημείο φιλοτέχνησαν από πεντελικό μάρμαρο οι Τήνιοι καλλιτέχνες Χαλεπάς και Λαμπαδίτης. Έχει ύψος συνολικά επτά μέτρων. Στην κύρια όψη του στηλοβάτη του υψώνεται μονόλιθος 5 μέτρων με ανάγλυφο σταυρό επί της ημισελήνου και από κάτω το σήμα των ιερολοχιτών. Στο κέντρο του στηλοβάτη εν μέσω δάφνινου στεφανιού αναγράφεται με χρυσά γράμματα: ΔΙΑΒΑΤΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΟΤΙ ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΥΠΕΡ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΑΓΩΝΙΣΑΜΕΝΟΙ/.

Μία ακόμη στήλη εις μνήμην των ιερολοχιτών, έργο του γλύπτη Λεωνίδα Δρόση, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη ο οποίος υπήρξε Ιερολοχίτης, έστησε ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος εις μνήμην του αδελφού του Δημητρίου, του ηρωικού εκατόνταρχου του Ιερού Λόχου στα1845 αρχικά, ΒΔ του Πανεπιστημίου. Από τα 1885 η στήλη μεταφέρθηκε δίπλα στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως κοντά στο μνημείο του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

δ. Ο Ιερός Λόχος του 1821 μπορεί να θεωρηθεί απόγονος του Θηβαϊκού Ιερού Λόχου του 4ου π.Χ. αιώνα που καταλύθηκε μαχόμενος ηρωικά στη μάχη της Χαιρώνειας από το ορμητικό Μακεδονικό ιππικό του Μ. Αλεξάνδρου. Το παράδειγμα του Θηβαϊκού Ιερού Λόχου, με την άρτια εκπαίδευσή τους, την αριστοκρατική καταγωγή και κυρίως την αυτοθυσία που επέδειξαν στη μάχη της Χαιρώνειας έκανε το στρατιωτικό αυτό σώμα πρότυπο αρετής και αυταπάρνησης. Ενσωμάτωσε όλα τα πολεμικά ιδεώδη (ανδρεία, φιλοπατρία, συναδέλφωση) και μάλιστα στο πρόσωπο νέων ανδρών, στο άνθος της ηλικίας τους. Τόσο οι ποιητικές περιγραφές του Πλουτάρχου όσο και ο καταλυτικός τους ρόλος στη μάχη των Λεύκτρων, έκαναν αρκετούς σε κατοπινές εποχές να τους μιμηθούν, ιδρύοντας αντίστοιχους «ιερούς λόχους» σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι εκπλήρωσε το πεπρωμένο του με τον ίδιο ηρωικό τρόπο των προγόνων τους στη Χαιρώνεια. Το 1878 συγκροτήθηκε Ιερός Λόχος από φοιτητές και έλαβε μέρος σε μάχες στην Θεσσαλία: στον Πλάτανο, στα Φάρσαλα και στον Δομοκό. Τον Σεπτέμβριο του 1912 κηρύχθηκε  γενική επιστράτευση στην Κρήτη, μία ημέρα μετά την κήρυξή της στην Ελλάδα. Χιλιάδες έσπευσαν να καταταγούν ως εθελοντές. Μεταξύ αυτών πολλοί φοιτητές, αλλά και τελειόφοιτοι μαθητές του Γυμνασίου. Οι  Κρήτες  φοιτητές  έδωσαν  στο   λόχο τους την επωνυμία «Ιερός  Λόχος Φοιτητών Κρητών – Δραγατσάνιον», ο οποίος ως έμβλημά του είχε μια νεκροκεφαλή με δύο μηριαία οστά χιαστί, σημεία της αυτοθυσίας που έπρεπε να δείχνουν κατά τη διάρκεια των μαχών. Ο Λόχος τους αριθμούσε 240 στρατιώτες και  27  βαθμοφόρους. Ο Ιερός Λόχος των Κρητών έλαβε μέρος στο μέτωπο της Ηπείρου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και αργότερα, κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Ο επόμενος Ιερός Λόχος ήταν ελληνική στρατιωτική “μονάδα ειδικών δυνάμεων”, που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1942 στη Μέση Ανατολή και αποτελείτο εξ ολοκλήρου από Έλληνες αξιωματικούς και των τριών όπλων, της τότε Βασιλικής Χωροφυλακής και από μαθητές της στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, κάτω από την εντολή του συνταγματάρχη Τσιγάντε. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαχρονική ιδέα του Ιερού Λόχου και η φλόγα της προσφοράς που εκφράζει, δεν έπαψε να υπάρχει και συντηρείται. Την διατηρεί σήμερα αναμμένη ένας επίλεκτος σχηματισμός, επιπέδου ταξιαρχίας, του Ελληνικού Στρατού. Είναι η 13η Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων η οποία φέρει την ονομασία «Ιερός Λόχος», αντλώντας δύναμη από το παράδειγμα των προγενεστέρων Ιερολοχιτών. Εκεί φυλάσσεται και η σημαία του τελευταίου Ιερού Λόχου.

ε. Η καταστροφή του Ιερού Λόχου

«Έτσι χάθηκε μέσα σε λίγη ώρα μία από τις γλυκύτερες ελπίδες της Ελλάδας, ο Ιερός Λόχος. Αλλά, έστω και αν νικήθηκε, αφού εγκαταλείφθηκε μόνος και τόσο ολιγάριθμος απέναντι σε υπεράριθμο εχθρό, επιβεβαίωσε, υπό την ηγεσία πατριώτη και γενναιόψυχου αρχηγού, του Νικολάου Υψηλάντη, τι μπορεί να κατορθώσει το πατριωτικό αίσθημα, η στρατιωτική τάξη και η αγάπη προς κάθε τι το ευγενές νέων καλής ανατροφής, έστω κι αν αυτοί μόλις είχαν επιστρατευθεί και μόλις είχαν διδαχθεί τη χρήση της λόγχης. Ως τέτοιος ο νέος Ιερός Λόχος αναδείχθηκε αντάξιος της τιμής του αρχαίου και όπως εκείνος γράφτηκε στην αρχαία ελληνική ιστορία, έτσι και αυτός γράφτηκε στη νέα, γενόμενος σε μικρογραφία το πιστό αντίγραφο του πρωτοτύπου. Ευτυχισμένες οι ψυχές των ιερολοχιτών! Με όση προθυμία και τιμή προσήλθατε σφάγια ιερά υπέρ της πατρίδας, με τόση χάρη να δεχθείτε από τις ουράνιες δυνάμεις την τιμή εκείνη, την οποία ως οφειλή προσφέρει στο όνομα και τη μνήμη σας το σύνολο των γνήσιων βλαστών της Ελλάδας».

Ιωάννου Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1859, σ. 183.

στ. Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του στις 31 Ιανουαρίου 1828 πέθανε στη Βιέννη.

Μετά την απελευθέρωσή του, αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου και πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας στις 19 / 31 Ιανουαρίου, 1828. Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου της Βιέννης και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σίνα στo Rappoltenkirchen (δυτικά της Βιέννης) από μέλη της οικογένειάς του στις 18 Φεβρουαρίου του 1903. H τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να αποσπαστεί από το σώμα (συνήθεια διαδεδομένη στην εποχή του για σημαίνοντα πρόσωπα) και να σταλεί στην Ελλάδα. Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από τον Γεώργιο Λασσάνη, που την έκρυψε στον Άγ. Γεώργιο Βιέννης αρχικά. Το 1843 ο αδελφός του Γεώργιος Υψηλάντης την έστειλε στη μητρόπολη της Αθήνας (που τότε ήταν η Αγ. Ειρήνη Αιόλου). Ο Γεώργιος απεβίωσε το 1847 και η σύζυγός του Μαρία Μουρούζη μετέφερε το 1859 τις καρδιές των δύο αδελφών στον ναό των Παμμ. Ταξιαρχών του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου (Στησιχόρου 6 & Λυκείου) στην Αθήνα. Η καρδιά του Αλεξάνδρου φυλάσσεται μέσα σε επίχρυση θήκη, ενώ του Γεωργίου σε επάργυρη λήκυθο. Βρίσκονται σε εσοχή του νότιου τοίχου με την επιγραφή “καρδίαι Αλ. και Γ. Υψηλάντου”.

H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο. Επίσης, πόλεις στις πολιτείες της Βόρειας Ντακότα και της Γεωργίας φέρουν το όνομα του.

ζ. Όταν ρωτήθηκε η μητέρα των Υψηλάντηδων αν θα ήθελε να προσφέρει στην ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα απάντησε: «Θα λυπηθώ τα κτήματά μου;…όταν διαθέτω στον αγώνα τα τέσσερα παιδιά μου, τις ζωές τους στην υπηρεσία της Επανάστασης;»).

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Ο Ιερός Λόχος και η εν Δραγατσανίω μάχη. Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, Πανεπιστημιακή Επιθεώρησις 1919

Αλέξανδρος Υψηλάντης- Η αιχμαλωσία του εις την Αυστρίαν 1821-1828, Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Εκδ.Παπαζήση, 1969

Ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης,  Μαρία Ε. Σκιαδαρέση,  Εκδόσεις Πατάκη 2009

Μάχου υπέρ Πίστεως και πατρίδος,  Αλεξ. Υψήλάντης, εκδόσεις Αιγαίον Λευκωσία 2010
1821 Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε, Αθηνά Κακούρη εκδόσεις Πατάκη 2017

Η επιστροφή. Αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα 1822/1823, Γεώργιος Γκέκος, εκδόσεις Καπόν 2019
Αλέξανδρος Υψηλάντης: Ο τελευταίος πρίγκιπας, Πέτρος Κασιμάτης, εκδόσεις Λιβάνη 2020

* Ο Κώστας Βαϊούλης  

είναι Καθηγητής – ιστορικός ερευνητής