Η μάχη της Αράχωβας (18 – 24 Νοεμβρίου 1826)

444

Ο Καραϊσκάκης από τό Δίστομο πού βρισκόταν, έστειλε επιστολές στούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς καλώντας τους νά σπεύσουν νά τόν ενισχύσουν. Ένα παγωμένο βράδυ τού Νοεμβρίου έφθασε στό σπίτι πού είχε καταλύσει, ένας καλόγερος από τή μονή Ιερουσαλήμ τής Δαύλειας καί τού έδωσε τήν πληροφορία ότι ο Μουστάμπεης θά έστελνε 500 άνδρες μέσω μονοπατιών από τόν Παρνασσό νά πιάσουν τήν Αράχωβα, ενώ ο ίδιος ο Αλβανός αρχηγός μέ τόν κεχαγιά τού Κιουταχή, τόν Ελμάνζ μπέη καί τόν αδελφό του Καριοφίλμπεη θά ακολουθούσαν μέ τό κυρίως σώμα τού στρατού από τόν κεντρικό δρόμο τού Ζεμενού.

Πώς όμως είχε μάθει ο καλόγερος αυτήν τήν πληροφορία; Ο Μουστάμπεης μέ τούς ανώτερους αξιωματικούς βρίσκονταν στή μονή Ιερουσαλήμ. Αφού ο ηγούμενος τόν βεβαίωσε ότι κανένας στό μοναστήρι δέν γνώριζε τουρκικά, έβαλε ένα τουρκομαθή μοναχό νά περιποιείται καί νά σερβίρει τό φαγητό στούς Τουρκαλβανούς αγάδες, πού οργάνωναν τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις τής επομένης ημέρας. Ο Μουστάμπεης είχε απειλήσει μέ κάψιμο τής μονής καί μέ σφαγή τών εικοσιδύο μοναχών σέ περίπτωση πού κάποιος από αυτούς εγκατέλειπε τό μοναστήρι εκείνο τό βράδυ. Ο ηγούμενος κατανοώντας τήν κρισιμότητα τών περιστάσεων έστειλε κρυφά τόν ανηψιό του νά ειδοποιήσει τόν Καραϊσκάκη γιά τήν άφιξη μεγάλου τουρκικού στρατεύματος. Ο ανηψιός του θά έπρεπε νά γυρίσει στή μονή πρίν ξυπνήσουν οι Τούρκοι, διότι αυτοί θά μετρούσαν τό πρωΐ τούς καλόγερους γιά νά διαπιστώσουν άν έλειπε κανένας. Αργοπορία τού μοναχού ισοδυναμούσε μέ θάνατο όλων τών καλογέρων.

Ο απεσταλμένος εξετέλεσε άριστα τήν αποστολή του καί ο Καραϊσκάκης μόλις πληροφορήθηκε γιά τά σχέδια τών Τουρκαλβανών, έστειλε αμέσως τούς Αλέξη Γαρδικιώτη Γρίβα, Γεώργιο Δυοβουνιώτη καί τά αδέλφια Γεώργιο καί Μήτρο Βάγια μέ πεντακόσιους άνδρες νά προλάβουν νά οχυρωθούν στά σπίτια τής Αράχωβας. Ο ίδιος θά ακολουθούσε τό επόμενο πρωΐ μέ τούς άνδρες του. Ο Γαρδικιώτης Γρίβας έφθασε στήν Αράχωβα καί αφού διαπίστωσε ότι δέν υπήρχε εχθρική δύναμη, οχύρωσε τά μεγαλύτερα σπίτια τού χωριού, κτίζοντας τά παράθυρα καί φτιάχνοντας μασγάλια (πολεμίστρες), ενώ ο ίδιος ταμπουρώθηκε στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου.

Τό πρωΐ τής 18ης Νοεμβρίου 1826 ήταν τό πιό κρίσιμο καθώς σύσσωμος ο οθωμανικός στρατός αποτελούμενος από 3500 άνδρες, μέ επικεφαλής τόν ίδιο τόν Μουστάμπεη, επιτέθηκε στούς οχυρωμένους Έλληνες. Οι άνδρες τού Γαρδικιώτη κράτησαν τίς θέσεις τους στήν Αράχωβα καί όταν ο Καραϊσκάκης από τή μία μεριά τού χωριού καί οι Σουλιώτες τών Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Γεωργίου Ζήκου Τζαβέλα, Γιαννούση Πανομάρα καί Χριστόφορου Περραιβού από τήν άλλη μεριά έζωσαν τό χωριό, ο Μουστάμπεης αποσύρθηκε σέ ένα λόφο καί από εκεί παρακολουθούσε τήν εξέλιξη τής μάχης πού γινόταν μέσα στό χωριό καί από σπίτι σέ σπίτι.

Οι οπλαρχηγοί μέ τούς οποίους επικοινωνούσε ο Καραϊσκάκης άρχισαν νά καταφθάνουν στήν κατάλληλη ώρα καί ο Μουστάμπεης έδωσε εντολή σέ όλους τούς άνδρες του νά αποσυρθούν από τήν Αράχωβα καί νά ανέβουν στόν λόφο πού είχε καταφύγει ο ίδιος στό βόρειο μέρος τού χωριού. Από εκεί θά περίμενε καί αυτός μέ τή σειρά του τίς ενισχύσεις πού είχε παραγγείλει στόν Κιουταχή. Πράγματι τήν επομένη άρχισαν νά καταφθάνουν ενισχύσεις, αλλά τά περάσματα ήταν όλα κλεισμένα από τούς άνδρες τών Λάμπρου Βεΐκου, Γεωργίου Τζαβέλα, Χατζηπέτρου, Γαρδικιώτη, Δημοτσέλιου, Βέρη, Αγαλλόπουλου καί Ρούκη. Στό στενό τού Ζεμενού ο Αμπντουλάχ μπέης πού ερχόταν μέ 1500 Τουρκαλβανούς δέχτηκε βροχή τά βόλια από τούς ταμπουρωμένους Έλληνες καί αναγκάστηκε νά υποχωρήσει, αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 100 νεκρούς καί 80 ζώα φορτωμένα μέ προμήθειες, οι οποίες προορίζονταν γιά τόν στρατό τού Μουστάμπεη.

Ο Μουστάμπεης μέ τόν Κεχαγιάμπεη είχαν τή δυνατότητα νά εγκαταλείψουν τόν λόφο από τήν πρώτη νύκτα, αλλά δέν τό έκαναν. Δέν θά επέτρεπαν στά βασιλικά στρατεύματα νά υποχωρήσουν μπροστά σέ μία χούφτα κατσικοκλέφτες όπως αποκαλούσαν τούς Έλληνες. Ήταν όμως καί η οργή τού Κιουταχή πού τούς τρόμαζε, αφού τούς πλήρωνε λουφέδες (μισθούς) γιά 10000 στρατιώτες καί αυτοί είχαν στή διάθεσή τους μόλις τό ένα τρίτο. Πώς θά δικαιολογούσαν τήν φυγή τού μεγάλου στρατού τους;

Από τήν άλλη μεριά οι Έλληνες δέν είχαν αποκλείσει στενά τούς Τουρκαλβανούς καί τούς Αλβανομακεδόνες (Γκέκηδες), διότι τό κρύο ήταν σφοδρό καί γιά νά τό αντιμετωπίσουν κλείνονταν στά σπίτια πού είχαν εγκαταλείψει έντρομοι οι κάτοικοι τής Αράχωβας καί ζεσταίνονταν στό τζάκι πίνοντας άφθονο κρασί καί τρώγοντας ελιές καί ψωμί. Ο Καραϊσκάκης γύρναγε από σκοπιά σέ σκοπιά γιά νά ασφαλίσει τόν αποκλεισμό τών μουσουλμάνων καί νά τούς αποτελειώσει τό κρύο. Οι διαταγές του ήταν νά πυροβολούν διαρκώς ό,τι κουνιόταν.

Πάνω στόν λόφο λυσσομανούσε ο άνεμος καί τό ανυπόφορο κρύο μέ τήν ασταμάτητη βροχή ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τούς μουσουλμάνους. Ο Μουστάμπεης αποφάσισε νά ζητήσει διαπραγματεύσεις καί έστειλε τόν Χότο Λέγκα καί τόν Σουλεϊμάν Τόσκα νά συζητήσουν μέ τούς άπιστους. Ο Καραϊσκάκης έστειλε μέ τή σειρά του τόν Χριστόφορο Περραιβό καί τόν Γιάννη Ρούκη. Οι όροι τού Έλληνα αρχιστράτηγου ήταν τόσο ταπεινωτικοί γιά τούς Τούρκους, ώστε αυτοί αποφάσισαν χωρίς δεύτερη κουβέντα νά συνεχίσουν τίς εχθροπραξίες.

Η επόμενη νύκτα ήταν ακόμα χειρότερη γιά τούς Τουρκαλβανούς, καθώς άρχισαν νά πέφτουν οι πρώτες νιφάδες χιονιού. Οι στρατιώτες τού Αλλάχ ξεπαγιάζανε, τά χέρια καί τά πόδια πρήζονταν καί δέν μπορούσαν νά κρατήσουν ούτε τό σπαθί ούτε τό τουφέκι. Γιά νά ζεσταθούν έκαιγαν τά σαμάρια από τά αλογομούλαρα πού ψοφούσαν κατά δεκάδες από τό κρύο καί τήν πείνα. Οι Έλληνες όπου έβλεπαν καπνό πυροβολούσαν κάνοντας τή ζωή τών αποκλεισμένων ανυπόφορη. Τό χιόνι πύκνωνε καί άρχισε νά καλύπτει μέ τό λευκό του στρώμα κάθε σπιθαμή γής. Καί ενώ οι Τουρκαλβανοί ήταν εκτεθειμένοι στά στοιχεία τής φύσης, οι άνδρες τού Καραϊσκάκη έβρισκαν θαλπωρή στά σπίτια τής Αράχωβας. Ο Μουστάμπεης ήλπιζε ακόμα σέ μεντάτι (ενισχύσεις) καί δέν αποφάσιζε νά κάνει έξοδο. Τίς επόμενες νύκτες ο κρύος αέρας, τό «κατεβατό» πού έφερνε ο Παρνασσός καί τό χιόνι πού συνέχιζε νά πέφτει προκαλούσε πολλούς θανάτους ανάμεσα στούς άνδρες του.

Οι πυροβολισμοί τών Ελλήνων έφεραν τελικά τό πιό απρόσμενο αποτέλεσμα αφού τραυματίστηκε θανάσιμα ο ίδιος ο Μουστάμπεης. Ένα βόλι, τό οποίο ήρθε από πολύ μακριά καί σύμφωνα μέ τούς ντόπιους προήλθε από τόν Αραχωβίτη Στεργίου, τού τρύπησε τό κρανίο. Ο Μουστάμπεης αποσύρθηκε στή σκηνή του καί πρίν ξεψυχήσει έδωσε εντολή στόν αδελφό του Καριοφίλμπεη, νά μήν επιτρέψει νά πέσει τό κεφάλι του στά χέρια τών γκιαούρηδων. Ο Αλβανός πού προκάλεσε τόσα δεινά στήν φρουρά τού Μεσολογγίου κατά τήν υποχώρησή της, έβρισκε τόν τιμωρό του. Πολλοί από τούς άνδρες τού Καραϊσκάκη ανήκαν στούς διασωθέντες τής εξόδου τού Μεσολογγίου καί περίμεναν ανυπόμονα νά αποτελειώσουν τούς Αλβανούς τού Μουστάμπεη μέχρι καί τόν τελευταίο. Οι Αλβανοί όταν αργότερα θά σήκωναν τά χέρια τους νά ζητήσουν έλεος θά φώναζαν: «Δέν ήμουν στό Μεσολόγγι! Δέν ήμουν στό Μεσολόγγι!».

Κάποιοι Αλβανομακεδόνες Γκέκηδες αποφάσισαν κρυφά από τόν Κεχαγιάμπεη νά κάνουν γιουρούσι (επίθεση) μέ τά σπαθιά στό χέρι καί νά διαφύγουν πρός τόν Παρνασσό. Πράγματι τή νύκτα τής 24ης Νοεμβρίου 1826, εξακόσιοι Γκέκηδες έσπασαν τόν κλοιό παρασύροντας πίσω τους καί τό υπόλοιπο τουρκικό στράτευμα. Μόλις ειδοποιήθηκε ο Καραϊσκάκης, πρόσταξε όλους τούς στρατιώτες του νά βγούν από τά σπίτια καί νά ακολουθήσουν τούς Τουρκαλβανούς. Πολλοί ήταν εκείνοι πού δίσταζαν νά αφήσουν τήν ζέστη τής φωτιάς, δυσπιστώντας στήν είδηση τής φυγής τών Τούρκων.

Τελικά οι φωνές τού αρχηγού καί η υπόσχεση γιά αμοιβή γιά κάθε κομμένο τούρκικο κεφάλι, έπεισαν καί τόν τελευταίο στρατιώτη νά πάρει τά όπλα του καί νά κυνηγήσει τούς Τούρκους. Τά ντουφέκια όμως δέν λειτουργούσαν από τό κρύο. Ό,τι γινόταν γινόταν αθόρυβα, καθώς οι παγωμένοι μουσουλμάνοι δέν μπορούσαν νά κινηθούν γρήγορα αφού υπέφεραν από τά κρυοπαγήματα καί η μάχη εξελίχθηκε σέ μία ανηλεή σφαγή. Τό γιαταγάνι καί τό χαρμπί (μαχαίρι) δούλευαν αδιάκοπα καί τά τούρκικα κεφάλια πότιζαν μέ τό αίμα τους τό κατάλευκο χιόνι. Πολλοί Τουρκαλβανοί έκαναν τούς πεθαμένους γιά νά γλυτώσουν τό μαχαίρι καί οι Έλληνες τούς έβγαζαν τά ρούχα, μέ αποτέλεσμα νά βρίσκουν αργό καί οδυνηρό θάνατο θαμμένοι μέσα στό χιόνι πού έστελνε ο Παρνασσός. Τό όρος πού δεσπόζει πάνω από τόν ιερό χώρο τών Δελφών δέν άντεχε άλλο τήν παρουσία τών βαρβάρων. Δέν άντεχε άλλο ούτε τή γλώσσα τους, ούτε τή θρησκεία τους, ούτε τή θηριωδία τους.

Ο Καραϊσκάκης πού δέν άκουγε πυροβολισμούς απελπίστηκε καί πίστεψε ότι οι εχθροί είχαν ξεφύγει. Κανένας δέν συνειδητοποίησε τήν έκταση τής σφαγής, καθώς οι Τουρκαλβανοί κρύβονταν μέσα στό χιόνι πού συνέχιζε νά πέφτει ασταμάτητα καί μή έχοντας τή δύναμη νά σηκωθούν, άφηναν εκεί τήν τελευταία τους πνοή. Τό χιόνι σκέπασε εκατοντάδες πτώματα, τά οποία θά τά ανακάλυπταν οι Αραχωβίτες τήν άνοιξη καί μαζί θά ανακάλυπταν καί οι υπόλοιποι Έλληνες τό μέγεθος τού μακελειού τών Οθωμανών. Ο Κεχαγιάμπεης, πού ήταν γέρος δέν μπορούσε νά τρέξει καί παρακάλεσε στά τουρκικά νά τού χαρίσουν τήν ζωή. Τέτοια ήταν καί η εντολή τού Καραϊσκάκη. Τούς αξιωματικούς τούς ήθελε ζωντανούς γιά νά τούς ανταλλάξει μέ Έλληνες αιχμαλώτους. Μά οι Έλληνες πού τόν συνάντησαν δέν γνώριζαν τά τούρκικα καί τού πήραν τό κεφάλι.

Τήν επόμενη ημέρα οι νικητές κουβαλούσαν κομμένα κεφάλια, τά οποία έφερναν στόν αρχηγό τους καί αυτός τούς έδινε γιά αντάλλαγμα χρήματα. Πάνω από 2000 ήταν οι νεκροί τής μάχης τής Αράχωβας καί ο θάνατός τους σήμαινε τήν ουσιαστική αναγέννηση τής επανάστασης στή Ρούμελη. Οι Έλληνες έχασαν μόλις οκτώ άνδρες. Ο Καραϊσκάκης γιά νά αναγκάσει τό προσκυνημένο χωριό νά μήν επιστρέψει ξανά στούς Τούρκους, φοβούμενο τήν εκδίκηση τού Κιουταχή, έστησε μέ τά κεφάλια τών Τούρκων μία πυραμίδα, μιμούμενος τό απαίσιο αυτό ασιατικό έθιμο.

Μία λεπτομέρεια άξια λόγου αξίζει νά μνημονευθεί. Ένας από τούς προκρίτους πού είχε προσκυνήσει τούς Τούρκους καί τόν χρησιμοποιούσε ο Κεχαγιάμπεης γιά νά μεταφέρει επιστολές στούς Έλληνες, ήταν ο Τάτσης Μαγγίνας ο οποίος υπήρξε καί ένας από τούς κατήγορους τού Καραϊσκάκη στήν περίφημη δίκη πού είχε στήσει ο Μαυροκορδάτος στό Αιτωλικό, γιά νά απαλλαγεί από τόν «ενοχλητικό» οπλαρχηγό. Ο Καραϊσκάκης τόν αναγνώρισε, αλλά δέν λέρωσε τά χέρια του μέ τό αίμα τού προδότη. Προτίμησε νά τόν στείλει στήν κυβέρνηση γιά νά τόν δικάσει. Τελικά ο προδότης αθωώθηκε καί αντί νά εκτελεστεί …συμμετείχε ως πληρεξούσιος στήν Συνέλευση τής Τροιζήνας.

Η είδηση τής νίκης τού Καραϊσκάκη έφθασε στήν Αίγινα ύστερα από δύο ημέρες καί αμέσως λαός καί κλήρος συγκεντρώθηκαν στή μητρόπολη καί έκαναν δοξολογία γιά νά τήν γιορτάσουν. «Τήν κατά τήν Ράχοβαν μάχην ταύτην εωρτάσαμεν κατά τήν 28η τού παρελθόντος μηνός υπό τόν κρότον τών κανονίων καί εδοξολογήσαμεν τόν Ύψιστον τόν Μέγιστον Προστάτην τών ανθρωπίνων δικαιών εις τόν ναόν Του, ως Χριστιανοί».

Οι κυριότεροι θριαμβευτές τής Αράχωβας ήταν οι:

Γεώργιος Καραϊσκάκης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Γεώργιος Δαγκλής, Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Γεώργιος Μαλάμος, Δήμος Τσέλιος ή Δημοτσέλιος ή Γεροδήμος, Γεώργιος Βάγιας, Κωνσταντίνος Βέρης, Νάκος Πανουριάς, Γεώργιος Δυοβουνιώτης, Βασίλειος Μπούσγος, Γιαννούσης Πανομάρας, Νικόλαος Καραμέτζος, Μήτρος Βάγιας, Λεώνης Δαγκλής, Ναστούλης Δαγκλής, Σπύρος Ξύδης, Μήτρος Τριανταφύλλου, Κώνστας Μάκος, Γιάννης Φαρμάκης, Τούλιος Πανομάρας, Σπύρος Μήλιος, Αναγνώστης Ροκάς, Χριστόδουλος Χατζηπέτρου, Γαρδικιώτης Γρίβας, Παναγής Γαλάνης, Νικόλαος Βαρβιτσιώτης, Κωνσταντίνος Γρίβας (Γριβοκώστας), Τριαντάφυλλος Αποκορίτης, Ιωάννης Ρούκης, Κωνσταντής Καλύβας, Κωνσταντής Γιολδάσης, Κόμνας Τράκας, Αναγνώστης Καναβός, Γεώργιος Τζαβέλας, Διαμαντής Ζέρβας, Γεωργάκης Δράκος, Λάμπρος Βέϊκος, Φωτούσης Φωτομάρας, Αθανάσιος Δράκος, Νικόλαος Μπότσαρης, Γιάννος Δούλας, Γιάννος Μπαϊρακτάρης, Πάσχος Κασμάς, Κολιός Πασχούλης, Κώστας Τζαβέλας, Μπεκατσέλος Τζαβέλας, Γεώργιος Μπαϊρακτάρης Μπότσαρης, Χρήστος Μπέκας, Νικόλαος Κάσκαρης, Αθανάσιος Ζέρβας, Γεώργιος Ζέρβας, Γιάννης Βαργιαδίτης, Αναγνώστης Κραβαρίτης, Γιάννης Πιλάλας, Λάμπρος Τζαβέλας, Πάνος Τασούλας, Ναστούλης Δούκας, Νικόλας Διάκος, Γιάννος Περζεκιάς, Νάστος Κοντογιάννος, Κολιός Γερονούρης, Πίλιος Τζέχερης, Βασίλειος Αντωνόπουλος, Χήλιος Αθανάσης, Γιώτας Κάτζης, Κίτσος Ντούκας, Μήτρος Μεσολογγίτης, Κίτσος Τζάκος, Δημήτριος Μακρής, Κώστας Χόρμοβας, Αναστάσιος Χόρμοβας, Γιαννάκης Κίτσος, Μήτρος Σμπόκας, Βασίλειος Αργυροκαστρίτης, Γεώργιος Καδάς, Κωνσταντής Πασχάλης, Πάνος Δάρας, Αθανάσιος Κρικοχωρίτης, Σπύρος Λεβέρης, Γεωργάκης Λακάς, Χρήστος Μακρής, Χριστόφορος Περραιβός, Δημήτριος Καλλέργης, Χρήστος Βάρφης, Μήτρος Γρουμπογιάννης, Αντώνιος Στουρνάρης, Χαράλαμπος Παπαπολίτης, Νικόλαος Δραγαμεστηνός καί Αναγνώστης Κατζηκαπής.

Οι νεκροί τής Αράχωβας ήταν οι:

Αγγελόπουλος Ιωάννης (Γουριά), Αθανασίου Πέτρος (Αιτωλία), Γεωργίου Τριαντάφυλλος (Τριχωνίδα), Δαγκλής Πάνος (Κωνσταντινούπολη), Δαραβέρης Νικόλαος (Σμύρνη), Δοντάς Ιωάννης (Αθήνα), Ηλιόπουλος Διονύσιος (Ηλεία), Θιακός Βασίλειος (Ιθάκη), Καρασυνέλης Κώστας (Λεπενού), Κασάπης Κώστας (Ξηρόμερο), Κάσκαρης Παναγιώτης (Σούλι), Κίτζου (Μπουρλέσα), Μαλτέζος Γούλας (Καλαρύτες), Μεριάνος Γρηγόριος (Μποτίνου), Σαλαγιάννης Αθανάσιος (Κεράσοβο), Σιαμάς Δημήτριος (Ελευθέριανη), Σκαλτσάς Ιωάννης (Μπουρλέσα), Σπάτουλας Νικόλαος (Σούλι), Σώζου Αθανάσιος (Ιωάννινα), Φλούδας Δημήτριος (Βάλτος), Χαλβαντζής Θεόδωρος (Μαραζιά).

ΠΗΓΗ: ΕΔΩ και agiasofia.com