10 Απριλίου 1826…. Οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Μεσολογγίου πραγματοποιούν την ηρωική έξοδο. Ο Χρήστος Καψάλης ανατινάζει την μπαρουταποθήκη στο Μεσολόγγι.

670

Το καλυβάκι άντεξε στην πρώτη πολιορκία των Τούρκων (25 Οκτ.-25 Δεκ. 1822) και δεν έπεσε. Στη δεύτερη πολιορκία (15 Απριλίου 1825-10 Απριλίου 1826), όμως, παρ’ όλο που έγιναν κάποια οχυρωματικά έργα από το μηχανικό Μιχαήλ Κόκκινη, δεν άντεξε γιατί πολιορκήθηκε από πολυπληθέστερες δυνάμεις, ο αποκλεισμός ήταν ασφυκτικός και δεν μπορούσε να του παρασχεθεί βοήθεια σε τρόφιμα και πολεμοφόδια χωρίς στρατιωτική υποστήριξη απ’ έξω. Η κυβέρνηση Γ. Κουντουριώτη και οι πολιτικοί, όμως, ασχολούμενοι με τις εκλογές για την Γ’ Εθνοσυνέλευση και τις ίντριγκες, ολιγώρησαν και δεν έστειλαν έγκαιρα βοήθεια.

Η πολιορκία είχε στόχο την πτώση του Μεσολογ­γίου και την υποταγή της Στερεάς, ώστε να διευκο­λυνθεί η κατάπνιξη της Επανάστασης στην Πελο­πόννησο. Στην πρώτη φάση της πολιορκίας (Απρίλιος-Νο­έμβριος 1825) οι υπό τον Κιουταχή τουρκικές δυ­νάμεις υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Στη δεύτερη φάση (12 Δεκεμβρίου-10 Απριλίου 1826), όταν τη διεύθυνση των επιχειρήσεων ανέλαβε ο Ιμπραήμ επικεφαλής 10.000 Τουρκοαιγυπτίων,  οι Μεσολογγίτες μετά την εξάντληση των τροφίμων και την έλλειψη ανεφοδιασμού αποφάσισαν την ηρωική Έξοδο.

Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει μέχρι τα τέλη Μαρτίου όλα τα νησιά της λιμνοθάλασσας, το Βασιλάδι (25 Φεβρουαρίου), τον Ντολμά και τον Πόρο (28 Φε­βρουαρίου) και το Ανατολικό (1 Μαρτίου).

Ο Κιουταχής όμως, που επιχείρησε να καταλάβει το νησάκι Κλείσοβα (25 Μαρ­τίου), υπέστη πανωλεθρία. Αυτή η νίκη αναπτέρωσε μεν το ηθικό των πολιορκημένων, αλλά ο αποκλεισμός από τη θάλασσα στέρησε και την τελευταία ελπίδα επικοινωνίας και παροχής βοήθειας απ’ έξω.

Η  εξαμελής  Επιτροπή, που είχε σταλεί από τους πολιορκημένους στο Ναύπλιο για βοήθεια από τις 17 Ιανουαρίου, μόλις το Μάρτιο κατόρθωσε να  εξασφαλίσει 400.000 γρόσια για να κινή­σει ένα μι­κρό στόλο 25 πολεμικών και πυρπολικών. Ο στόλος με επι­κεφαλής τον Μιαούλη έφθασε τέλη Μαρτίου, αλ­λά δεν κατόρθωσε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό.

Οι πολιορκημένοι – που είχαν απορρίψει τις ε­χθρικές προτάσεις για παράδοση – όταν «πάσα ελπίς εισαγωγής τροφών εξέλιπε, και πάσα βρώσι­μος ύλη εξεκενώθη εντός της πόλεως», αποφάσισαν να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων.

Μέσα στα Μεσολόγγι βρίσκονταν η Φρουρά από περίπου 3.500 ή 3.600 άνδρες, πολίτες περίπου 1.500 και γυναικόπαιδα περίπου 5.500, συνολικά 10.600 άτομα. Επικεφαλής της Φρουράς ήταν οι οπλαρχηγοί Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλας, Δημήτριος Μακρής, Γεώργιος Βαλτινός, Μήτσος Κοντογιάννης, Γεώργιος Βάγιας, Νικόλαος Στορνάρης, Γεώργιος Κίτσου, Θανάσης Ραζη-Κότσικας, Μή­τρος Δεληγεώργης, Χρίστος Φωτομάρας κ.ά. 

Με δύο αγγελιαφόρους ειδοποίησαν τους οπλαρ­χηγούς στο στρατόπεδο της Δερβέκιστας για την Έξοδο και ζήτησαν να γίνει ταυτόχρονα επίθεση και απ’ έξω, ώστε να διευκολυνθούν κατά τη φυγή τους. Στις επιστολές τους προς τους έξω εκφράζουν ό­χι μόνον τις αγωνίες τους, αλλά και το θυμό τους. Γράφουν: «Εάν δεν κινηθήτε να όψεσθε, να όψεσθε, να όψεσθε». 

Τα χαράματα της 9ης Απριλίου οπλαρχηγοί, πρόκριτοι και ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Τζαβέλα και αποφάσισαν να εκτελέσουν όλους τους αιχμαλώτους – και η απόφαση αυτή εφαρ­μόστηκε -, «να σφάξει ο ένας του αλλουνού την οικογένειαν», αλλά η απόφαση αυτή αποτράπηκε από τον επίσκοπο Ρωγών, και να μεταφέρουν τους τραυματισμένους αγωνιστές στα πιο οχυρωμένα σπίτια, ώστε να πέσουν μαχόμενοι και να μην παρα­δοθούν.

Όταν γνωστοποιήθηκαν οι αποφάσεις άρχισαν οι προετοιμασίες «με τόσην αταραξίαν, με τόσην ευχαρίστησιν, με τόσα γέλια, ώστε κανένας, ούτε ο έσχατος άνθρωπος δεν εσυλλογίζετο πως έμελλεν τάχα να σωθή».  Οι γυναίκες μάζευαν τα ελα­φρότερα αναγκαία είδη, οι άνδρες ετοίμαζαν τις ξύ­λινες φορητές γέφυρες που θα τις χρησιμοποιούσαν για να περάσουν την τάφρο που είχαν ανοίξει οι Τούρκοι γύρω από το Μεσολόγγι, μετέφεραν τους πληγωμένους, τους αρρώστους και τους γέροντες στα οχυρωμένα σπίτια, έθαψαν στη γη τα πιεστή­ρια του τυπογραφείου και διεσκόρπισαν τα τυπο­γραφικά στοιχεία για να μη δοθούν «Τα άγια τοις κυσί, και εις τους χοίρους οι μαργαρίται»  και έ­σπαζαν και αχρήστευαν ό,τι πολεμικό υλικό δεν μπορούσαν να μεταφέρουν.

To μεσημέρι της 10ης Απριλίου συγκεντρώθηκαν στον προμαχώνα του Μακρή οι οπλαρχηγοί, μαζί με τον πρόεδρο της Διευθυντικής Επιτροπής, Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο και τον επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ, για να καταρτίσουν το σχέδιο της Εξόδου, το οποίο υπαγόρευσαν στον Κασομούλη, και αυτός ανέλαβε να το γνωστοποιήσει στους πο­λιορκημένους.

 «Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος

Βλέποντες τον εαυτόν μας, το στράτευμα και τους πολίτας εν γένει μικρούς και μεγάλους παρ’ ελπίδαν υστερημένους από όλα τα καταπείγοντα αναγκαία της ζωής προ 40 ημέρας και ότι εκπληρώσαμεν τα χρέη μας ως πιστοί στρατιώται της πα­τρίδος εις την στενήν πολιορκίαν ταύτην και ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τους δρόμους όλοι.

Θεωρούντες εκ του άλλου ότι μας εξέλιπεν κά­θε ελπίς βοηθείας και προμηθείας, τόσον από την θάλασσαν καθώς και από την ξηράν (ώστε να δυνηθώμεν) να βαστάζωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί του εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: Η έξοδο μας να γίνη βράδυ εις τας δύο ώρας της νυ­κτός της 10 Απριλίου, ημέραν Σάββατον και ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά το εξής σχέδιον, ή έλθη ή δεν έλθη βοήθεια (…)».

Σύμφωνα με το σχέδιο, οι πολιορκημένοι θα περ­νούσαν από τις ξύλινες γέφυρες από το μέρος του τείχους που έβλεπε προς τη Ναύπακτο χωρισμένοι σε τρία σώματα («κολώνες»). Τα δύο πρώτα, αποτε­λούμενα από άνδρες της Φρουράς με επικεφαλής το ένα τον Δημήτριο Μακρή και το άλλο τον Νότη Μπότσαρη, θα έκαναν την Έξοδο από τις γέφυρες της «Λουνέτας» και τον «Ρήγα» και το τρίτο, απο­τελούμενο από τους Μεσολογγίτες και τα γυναικό­παιδά τους με επικεφαλής ντόπιους αρχηγούς, πι­θανόν τον Θανάση Ραζη-Κότσικα και τον Μήτρο Δεληγεώργη, που τα πλευρά του θα προστάτευε η Φρουρά της Κλείσοβας, θα έβγαινε από τις γέφυρες «Μονταλαμπέρτ» και «Στουρνάρη».  Σημείο συνά­ντησης είχε οριστεί η Μονή του Αγίου Συμεών.

Ο Ιμπραήμ, όμως, που γνώριζε από προδοσία ή από μαρτυρία ενός φυγάδα που αιχμαλωτίστηκε την απόφαση της Εξόδου και το σημείο από όπου θα την επιχειρούσαν – αλλά όχι την ώρα και τον τρόπο -, παρέταξε τις τακτικές δυνάμεις και το πε­ζικό κοντά στο τείχος, ανέπτυξε το ιππικό στην πε­διάδα και στους πρόποδες του Ζυγού έβαλε τους Αλβανούς κρυμμένους πίσω από βράχια και από προμαχώνες και μέσα σε φαράγγια.

Η Έξοδος

Όταν όλα ήταν έτοιμα για την Έξοδο, «ο περιπαθέστερος αποχαιρετισμός από όσους μνημονεύει η ιστορία εγένετο».  Συνταρακτικές σκηνές περι­γράφονται. Πολλοί συγγενείς, φίλοι και κυρίως γυναίκες την τελευταία στιγμή αποφάσισαν να μείνουν και να πεθάνουν με τους δικούς τους. Ο συνήθης απο­χαιρετισμός ήταν «καλήν αντάμωσιν εις τον άλ­λον κόσμον»,  που σήμαινε ότι όλοι ήταν αποφα­σισμένοι και κανείς δεν φοβόταν το θάνατο.

Το ηλιοβασίλεμα άρχισαν να συγκεντρώνο­νται στις προκαθορισμένες θέσεις. Στις 6.30  ακούστηκαν πυροβολισμοί πάνω στην κορυφή του όρους Ζυγού. Ήταν το σύνθημα για την παροχή βοήθειας απ’ έ­ξω. Ο Ιμπραήμ το κατάλαβε και κινητοποίησε τις δυνάμεις του. Οι πολιορκημένοι γύρω στις 9 βγήκαν από την ανατολική πλευρά του τείχους, έστησαν τα γεφύρια τους στην πρώτη (τη νέα) τάφρο του Ιμπραήμ και καθώς περνούσαν δέχτηκαν τα πρώτα πυρά του εχθρού. Για να προφυλαχθούν έπεσαν καταγής στο πλάτωμα ανάμεσα στη νέα και την παλαιά τάφρο (που υπήρχε και στην πρώτη πολιορκία, το 1822). Εκεί περίμεναν περίπου μία ώρα να χτυπήσουν οι απ’ έξω, να απασχολήσουν τον εχθρό, για να πε­ράσουν αυτοί τη δεύτερη τάφρο. Κατά κακή τους τύ­χη έφυγαν τα σύννεφα και το φως του φεγγαριού φώτισε την περιοχή. Οι απ’ έξω δεν χτύπησαν και καθώς δεν τους κάλυπτε το σκοτάδι αποφάσισαν να κάνουν μόνοι τους έφοδο. Στην αρχή ψιθυριστά α­πό στόμα σε στόμα πέρασε η απόφαση και «τρομε­ρός αλαλαγμός ηκούσθη εν ταυτώ από το στόμα των Ελλήνων επάνω τους, εφώναξαν όλοι με μίαν φωνήν και ώρμησαν με μαχαίρας και του­φέκια εις το εχθρικόν στρατόπεδον»

Οι άνδρες της Φρουράς, ενωμένοι σ’ ένα σώμα τώ­ρα, γιατί «δεν εστοχάσθησαν συμφέρον να διαιρεθώσι, καθώς ήτον το σχέδιον πρότερον», διέσπασαν τις γραμμές του εχθρικού πεζικού και ά­νοιξαν δρόμο, αλλά σε λίγο βρέθηκαν αντιμέτω­ποι με το ιππικό, το οποίο, επίσης, διασκόρπισαν. Ύστερα από τετράωρη μάχη έφθασαν στους πρόπο­δες του βουνού, στον Άγιο Συμεών, πιστεύοντας ότι εκεί είναι ασφαλισμένοι, Εκεί, όμως, τους περίμε­ναν πάνω από 3.000 Αλβανοί υπό τον Μουστάμπεην Καφζέζην,  τους οποίους, όμως, μ’ έναν ελιγμό του Δημητρίου Μακρή – που τους χτύπησε από πί­σω- εξουδετέρωσαν. Ταυτόχρονα ήρθε και δύναμη από τους έξω με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Ευαγγέλη Κοντογιάννη, Γιαννούση Πανομάρα, Φαρασλή, Γ. Κόρακα, Ν. Κόπελο και άλλους, ε­πειδή ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος. Αφού απέ­κρουσαν τους Αλβανούς άρχισαν να ανεβαίνουν τον Ζυγό. Ύστερα από πορεία τριών ημερών έφθα­σαν στη Δερβέκιστα, χωριό του Απόκουρου, όπου ξεκουράστηκαν δύο μέρες. Από εκεί διά μέσου του Πλατάνου, χωριού των Κραβάρων, έφθασαν στα Σά­λωνα. Από εκεί στην Ντομπρένα όπου επιβιβάστη­καν σε πλοία και διαπεραιώθηκαν στην Περαχώρα και από εκεί διά του Ισθμού έφθασαν στις 16 Μαΐου στο Ναύπλιο.

Δεν είχε, όμως, την ίδια τύχη το τρίτο σώμα, που αποτελούνταν κυρίως από γυναικόπαιδα. Ενώ συνεχιζόταν με ορμή η Έξοδος, την οποία δεν μπο­ρούσαν να ανακόψουν οι εχθρικές δυνάμεις, ακού­στηκε από το σώμα αυτό μία φωνή: «οπίσω, οπίσω, εις ταις τάμπιαις». Επικράτησε πανικός και σύγ­χυση και δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι και τα προπορευόμενα σώματα οπισθοχωρούσαν. Οπότε και αυτοί γύρισαν πίσω στην πόλη. Στο μεταξύ και δυνάμεις των πολιορκητών είχαν μπει στην πόλη και έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι και άρχισε μάχη σώμα με σώμα.

Η αντίσταση κράτησε μία έως δύο μέρες. Όταν οι Τούρκοι, που έσφαζαν γυναίκες και παιδιά, έφθα­σαν πάνω στα κανονοστάσια, ο γέροντας Σουλιώτης ιερέας Διαμαντής «παραφυλάττων την υπόνομον, όταν είδεν ικανόν αριθμόν εχθρών συσσωρευμένον επάνω εις το κανονοστάσιον, έβαλε φωτιάν, και ετίναξεν εις τον αέρα ολόκληρα τάγματα βαρβάρων, εξαγοράσας πολλά ακριβά το ολίγον γεροντικόν αίμα του». Το ίδιο έγινε και στα οχυ­ρωμένα σπίτια όπου, όταν έμπαιναν μέσα οι Τούρ­κοι, οι Μεσολογγίτες «ευθύς έβανον φωτιάν εις την πυριτοθήκην, και κατεστρέφοντο μαζί και νικώντες και νικώμενοι». 

Στη μεγαλύτερη πυριτιδαποθήκη, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα περισσότερα γυναικόπαιδα, την έ­κρηξη προκάλεσε ο γέροντας Χρήστος Καψάλης: «και έξαφνα ανεστράφη όλη η περιοχή και κατεδαφίσθησαν όλαι αι πλησίον οικίαι∙ ερράγη το έδαφος· άνοιξαν χάσματα φρικώδη και κατεπατήθη όλη η περιοχή εκείνη από την θάλασσαν».

Στο νησάκι Ανεμόμυλος, που ήταν το τελευταίο ο­χυρό και κράτησε ως τις 12 Απριλίου, οι υπερα­σπιστές του «έβαλαν και αυτοί φωτιάν εις την πυριτοθήκην και συνετάφησαν μετά των εχθρών». 

Έτσι έπεσε το Μεσολόγγι ύστερα από δωδεκά­μηνη πολιορκία. Ο Ιμπραήμ μπήκε σε μια νεκρή πόλη: «…ένας σωρός ερειπίων, στάκτης, πετρών και πτωμάτων έμειναν εις την εξουσίαν του ε­χθρού».

Αλλά ουσιαστικά το Μεσολόγγι δεν έπεσε, διότι, όπως έγραψε στη Διοίκηση στις 12 Απριλίου 1826 η Φρουρά από τη Δερβέκιστα: «Η πείνα, όμως, το επαράδωσεν, αλ­λά μην φοβείσθε, διότι εκείνοι όπου εβαστούσαν το Μεσολόγγιον, οι περισσότεροι εγλύτωσαν με το σπαθί». 

Για τις απώλειες των δύο πλευρών υπάρχουν α­ντιφατικές εκτιμήσεις μεταξύ των Ελλήνων και των ξένων χρονικογράφων. Κατά τους Έλληνες, α­πό τους 3.500 άνδρες της Φρουράς διασώθηκαν πε­ρίπου 2.000 – 2.500  και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτί­στηκαν σχεδόν όλα τα γυναικόπαιδα. Ενώ υπολο­γίζουν ότι από τους εχθρούς χάθηκαν οι μισοί, πε­ρίπου 5.000. 

Κατά τους ξένους, χάθηκαν 3.000 Έλληνες και αιχμαλωτίστηκαν 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα, ενώ οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων έφθασαν τους 4.000 άνδρες. Ανάμεσα σ’ αυτούς που έπεσαν μαχόμενοι κατά την Έξοδο ήταν οι οπλαρχηγοί Νικολός Στορνάρης, Θανάσης Ραζη-Κότσικας, Ανδρέας Γριβογεώργης, Κώστας Σιαδήμας, Γιάννης Αγγελής και ο Ιωάν­νης Παπαδιαμαντόπουλος, πρόεδρος της Διευθυ­ντικής Επιτροπής, ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο μηχανικός Μιχαήλ Πέτρου Κόκκινης, ο τυπογρά­φος Δ. Μεσθεναίος και γόνοι ιστορικών οικογε­νειών του Μεσολογγίου: Αναστάσιος Παλαμάς, Πέ­τρος Γουλιμής, Κωνσταντίνος Τρικούπης, Γεώρ­γιος Φαράντος και Κωνσταντίνος Καρπούνης.

Στην Έξοδο, επίσης, φονεύθηκαν σχεδόν όλοι οι φιλέλληνες (περίπου 15) που βρίσκονταν στο Μεσολόγγι. Ο Ελβετός Ιωάννης – Ιάκωβος Μάγερ (Johann- Jacobi Meyer), εκδότης των «Ελληνικών Χρονικών», οι Γερμανοί Νχίτμαρ (Dittmar), Ντελάουνι (Delaunay), Στίτσελμπεργκερ (Stitjelberger), Λίμπχοβ (Lübtow), Κλέμπε (Klembe), Ρόονερ (Rosner), ο Ιταλός Τζιακομούτσι (Giacomuzzi) και οι εθελοντές Μεβιέ, Σχιεφάου, Σιπάνου, Λάτερβαχ, Ντιρσάβσκι (Diersawski), Piντεζελ (Riedesel) και Ραζιέρι. 

«Η θυσία του Μεσολογγίου προώθησε το ελλη­νικό ζήτημα, όσο καμιά ελληνική νίκη», γράφει ο Απ. Βακαλόπουλος. Πράγματι αναζωπύρωσε σε ολόκληρη την Ευρώπη (ακόμη και στην Αυστρία) και την Αμερική το φιλελληνισμό όχι μόνον συγ­γραφέων και καλλιτεχνών, αλλά και πολιτικών κατ στρατιωτικών.

Η κοινή γνώμη εξέφρασε τη δυσφορία της για την απραξία των κυβερνήσεων και οι εφημερίδες με άρθρα τους ζητούσαν την αποφασιστική επέμ­βαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για να τεθεί τέρ­μα στο ελληνικό δράμα. Παντού ιδρύονται φιλελληνικές εταιρείες και διενεργούνται έρανοι, συγκεντρώνονται χρήματα και στέλνονται τρόφιμα και άλλα εφόδια στους μαχόμενους Έλληνες.

Ο Καποδίστριας προφήτευσε εκτιμώντας τον ξεσηκωμό και τις αντιδράσεις στην Ευρώπη, σε επιστολή του προς τον αδελ­φό του Βιάριο στις 18 Απριλίου 1826, [33] ό­τι το θλιβερό γεγονός του Μεσολογγίου δεν έπρεπε να απελπίσει τους Έλληνες, γιατί σ’ αυτό έβλεπε την αρχή της σωτηρίας τους. Δεκαοχτώ μήνες μετά, στις 8 Οκτωβρίου 1827, οι στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων με τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο βοήθησαν αποφασιστικά να δικαιωθεί ο αγώνας της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Ο μελετητής της θυσίας του Μεσολογγίου κατα­λαμβάνεται από θλίψη, όταν διαπιστώνει ότι η κα­ταστροφή της Ιερής πόλης μπορούσε να αποφευχθεί. Ο Καραϊσκάκης, που είχε περάσει στη Στερεά α­πό τον Ιούλιο του 1825, αφού πέτυχε να ανασυντά­ξει τις επαναστατικές δυνάμεις και να συσπειρώσει τους αρματολούς, ζητούσε επίμονα τρόφιμα και πο­λεμοφόδια από την Κεντρική Διοίκηση. Αυτή, ό­μως, αδιαφόρησε για τους πολιορκημένους, οι Μεσολογγίτες δεν ήταν μέσα στο πολιτικό παι­χνίδι που παιζόταν για τις εκλογές της Εθνοσυνέ­λευσης. Ο Σπυρομήλιος, μέλος της Επιτροπής που πήγε στο Ναύπλιο, γράφει: «Αφ’ ου επληροφορήθησαν τω όντι ότι δεν εμελετούσαμεν να ενισχύσωμεν κανέν κόμμα, αδιαφόρησαν όλα τα κόμματα από ημάς, και ενώ τους ωμιλούσαμεν διά το Μεσολόγγιον όλοι έλεγαν το «ναι, έχετε δίκαιον», αλλά δεν εσύμπραττον υπέρ αυτού με ζήλον».

ΠΗΓΗ: ΕΔΩ