Το Θάρρος Των Αρχαίων Ελληνίδων -Έμπνευση Για Κάθε Σύγχρονη Γυναίκα

140
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ

Τα ιστορικά στοιχεία επιμελήθηκε και παραθέτει ο Γιώργος Μαραγκός

Δεν ξέρω πόσοι εκ των Ελλήνων είναι εις θέσιν να γνωρίζουν πόσες και πόσες αρχαίες Ελληνίδες μανάδες μας επέδειξαν έναν πρωτοφανή ηρωϊσμό όχι μόνον σε καιρούς πολέμου, αλλά και σε ημέρες ειρήνης.

Η Λέαινα η άγλωττος ονομάστηκε έτσι, διότι είχε την τόλμη να κόψη με τα ίδια της τα δόντια την γλώσσάν της και να την φτύση κατάμουτρα στον βασανιστή της, που ζητούσε απ’ αυτήν να πληροφορηθή τούς συνωμότες κατά του Ιππάρχου, πέριξ του Αρμοδίου, που ήτο φίλος της!

Η Τιμάνδρα, φίλη του Αλκιβιάδου, μόλις εδολοφόνησαν τον αγαπημένο της, δεν εδίστασε να πάρη το σώμά του, να το ενδύση και να το κηδέψη “λαμπρώς και φιλοτίμως”, όπως γράφει ο Πλούταρχος.

Η Θαΐς η εταίρα, φίλη του Μ. Αλεξάνδρου, πέραν του αν κάποιοι συμφωνούν η διαφωνούν με την ενέργειάν της, για να εκδικηθή τους Πέρσες που κατέστρεψαν την Ελλάδα, δεν εδίστασε ν’ αρπάξη πρώτη τον πυρσόν και να βάλη φωτιά στην Περσέπολη, συμπαρασύρουσα κι αυτόν ακόμη τον Μέγα Στρατηλάτη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Πλούταρχος αναφέρει , πως η Θαΐς, ως και τα άλλα γύναια του Μεγάλου Αλεξάνδρου εξεδικήθησαν τας κατά της Ελλάδος επιδρομάς των Περσών καλύτερον παντός ναυμάχου η στρατηγού!!

Η Ειρήνη, φίλη του Πτολεμαίου, μη διστάσασα ν’ ακολουθήση τον καταδιωκόμενον εραστήν της, όστις κατέφυγε εις το ιερόν της Αρτέμιδος, προτίμησε ν’ αποθάνη ηρωϊκώς μαζί του, δια να τον ακολουθήση μέχρι του θανάτου του. Λέγεται μάλιστα ότι κρατούσα δια των χειρών της τούς κρίκους των θυρών του ιερού, έραινε δια του αίματος του προσφιλούς νεκρού τούς βωμούς μέχρις ότου την κατέσφαξαν!!
Τι άλλο να θυμηθούμε; Μήπως την Αλκιθέα, μητέρα του Παυσανίου, που πρώτη έβαλε τον λίθον για τον εντειχισμόν του ναού, μέσα εις τον οποίον είχαν κλείσει τον πολυθρύλητο γιο της, τον νικητή των Πλαταιών, μόλις πληροφορήθηκε ότι κατηγορείται για προδοσία;

Πάμπολλα τα ιστορικά στοιχεία…

Ας δούμε, όμως, ορισμένα παραδείγματα Ελληνίδων ηρωΐδων, που μνημονεύει ο Πλούταρχος μέσα στο έργο του Γυναικών αρεταί:

ΑΡΓΕΙΑΙ: Ο αγών περί του Άργους κατά του Κλεομένους, κατά προτροπήν της ποιητρίας Τελεσίλλης, είναι το επόμενο θέμα μας.

Η Τελέσιλλα (ίδε όνομα) κατήγετο από ένδοξον οικογένειαν, αλλ’ ήτο φιλάσθενος. Αυτός και ο λόγος, που έστειλε να ρωτήση το Μαντείο για την σωματική της υγεία. Μόλις έλαβε την απάντησιν, ότι δια των Μουσών θα γίνη καλά, άρχισε να υπηρετή την ποίησιν και την μουσικήν με αποτέλεσμα ν’ απαλλαγή της ασθενείας της και να θαυμάζεται από τις Αργείες δια την ποιητικήν τέχνην της.

Όταν, λοιπόν, ο βασιλεύς των Σπαρτιατών Κλεομένης εσκότωσε αρκετούς (όχι όμως 7.777 άτομα (!), όπως ψευδώς ισχυρίζονται μερικοί) και εισήρχετο στην πόλη, ορμή και θεία τόλμη κατέλαβε τις γυναίκες, που ευρίσκοντο εις την ακμήν της ηλικίας των, να αντιταχθούν κατά των εχθρών υπέρ της πατρίδος των. Υπό την αρχηγίαν, λοιπόν, της Τελεσίλλης, έλαβαν τα όπλα, εστάθησαν κοντά στις επάλξεις και περιέβαλαν σαν στέφανος γύρω τα τείχη, ώστε να τις θαυμάζουν οι εχθροί. Απέκρουσαν, λοιπόν, τον Κλεομένη, αφού πολλοί εφονεύθησαν, ενώ τον άλλον βασιλέα, τον Δημάρατον, που εισήλθε εις την πόλιν και κατέλαβε το Παμφυλιακόν, εξεδίωξαν, σύμφωνα με τον Σωκράτην.

Έτσι, λοιπόν, αφού εσώθη η πόλις, τις μεν γυναίκες που σκοτώθηκαν στην μάχη τις έθαψαν στην οδόν της Αργείας, ενώ στις σωθείσες επέτρεψαν να ιδρύσουν τον Ενυάλιον ναόν ως ενθύμιον της ανδρείας των!!

Έκτοτε υπήρχε μία εορτή, που γινόταν εις ανάμνησιν της μάχης εκείνης, τα Υβριστικά, όπου τις μεν γυναίκες ενέδυαν με ανδρικούς χιτώνες και χλαμύδες, τους δε άνδρες με πέπλα και καλύπτρες γυναικών.

Προς επανόρθωσιν δε της λειψανδρίας συνέζευξαν τις γυναίκες όχι με δούλους, όπως λέει ο Ηρόδοτος, αλλά με αρίστους γείτονές των, αφού τους επολιτογράφησαν. Αυτός και ο λόγος, που οι γυναίκες αυτές δεν τους τιμούσαν συγκοιμώμενες, αλλά τους περιφρονούσαν, κάνοντας ειδικόν νόμο, που έλεγε ότι οι έγγαμες γυναίκες θα συγκοιμώνται με τους άνδρες αυτούς φέρουσες πώγωνα!!…

ΜΗΛΙΑΙ: Οι Μήλιοι, όπως γράφει ο Πλούταρχος, κατόπιν εντολής του θεού, και με αρχηγόν τον νέον και ωραίον άνδρα Νυμφαίον, κατόπιν ταλαιπωριών, λόγω καταστροφής των πλοίων τους, όταν προσήγγισαν την Καρίαν και εξήλθον εις την ξηράν, αποίκισαν ένα χώρο δίπλα στην πόλιν Κρύασσαν, που τους παρεχώρησαν οι εκεί κάτοικοι είτε από φόβο είτε από ευσπλαχνίαν.

Μόλις, λοιπόν, διεπίστωσαν ότι οι Μήλιοι επολλαπλασιάζοντο επικινδύνως, οι Κάρες σκέφθηκαν να τούς εξοντώσουν και εμηχανεύθησαν κάποιαν ευωχίαν η κάποιο συμπόσιο.

Έτυχε τότε να έχη ερωτευθή τον Νυμφαίον μία νεαρά παρθένος, που ελέγετο Καφένη, η οποία εκμυστηρεύθηκε το μυστικό στον αγαπημένο της.

Πράγματι. Μόλις οι Κάρες προσποιήθηκαν ότι θέλουν να τούς προσκαλέσουν σε γεύμα, αλλά χωρίς τις γυναίκες τους, ο Νυμφαίος απήντησε ότι τούτο δεν είναι πρέπον και δεν μπορεί να γίνη διότι πρέπει να τούς συνοδεύουν απαραιτήτως οι γυναίκες των.

Έτσι, λοιπόν, αφού ο Νυμφαίος είπε τα πραχθέντα στους Μηλίους, τούς συμβούλευσε να πάνε μεν αυτοί άοπλοι, αλλά οι γυναίκες τους να κρύβουν μέσα στα πόδια τους από ένα ξίφος και να κάθονται κοντά στον άνδρα τους.

Όταν εις το μέσον του δείπνου εδόθη το σύνθημα εις τούς Κάρες και οι Έλληνες κατάλαβαν τι επρόκειτο να συμβή, οι γυναίκες άνοιξαν ταυτόχρονα τούς κόλπους των και οι άνδρες, λαβόντες τα ξίφη, επετέθησαν κατά των βαρβάρων για να τους φονεύσουν όλους, με αποτέλεσμα να κατακτήσουν την χώρα, να την καταστρέψουν και να κτίσουν στην θέση της παλιάς πόλεως την Νέαν Κρύασσαν! Περιττόν να πούμε, ότι η Καφένη έλαβε σύζυγον τον Νυμφαίον και έχαιρε τιμής και ευγνωμοσύνης εκ μέρους των Ελλήνων.

ΛΥΚΙΑΙ: Κάτι μυθικό, αλλά που η παράδοσις πιστοποιεί, είναι η παρακάτω ιστορία: Ο Αμισώδαρος, που οι Λύκιοι ονομάζουν Ισάραν, ήλθε από την αποικία των Λυκίων περί την Ζέλειαν με πλοία ληστρικά, των οποίων ηγεμών ήτο ο Χίμαρρος, πολεμικός μεν άνθρωπος, αλλά σκληρός και θηριώδης. Έπλεε δε με πλοίον, το οποίον έφερε διακριτικόν σημείον από το μέρος μεν της πρώρας λέοντα, από το μέρος δε της πρύμνης δράκοντα και προξενούσε πολλές συμφορές στους Λυκίους, σε σημείο που να μην μπορούν να πλεύσουν την θάλασσα ούτε να κατοικούν στις παράλιες πόλεις.
Αυτόν, λοιπόν, τον άνθρωπο εφόνευσε ο Βελλερεφόντης, που κατεδίωξε μαζί με τον Πήγασον. Εκδιώξας δε και τις Αμαζόνες δεν ελάμβανε καμίαν αμοιβήν, αλλ’ ήτο πολύ άδικος ο Ιοβάτης προς αυτόν, με αποτέλεσμα να εισέλθη εις την θάλασσαν και να ευχηθή εναντίον του στον Ποσειδώνα να καταστή η χώρα άκαρπος και ανωφελής. Μετά την ευχήν απήλθε και το κύμα υψώθηκε πολύ και κατέκλυσε την χώραν, μ’ ένα θέαμα τόσο φοβερό, αφού η θάλασσα έμενε μετέωρη και τον ακολουθούσε αποκρύπτουσα την πεδιάδα!

Επειδή δε οι άνδρες παρακαλούσαν τον Βελλερεφόντην να σταματήση την θάλασσα και δεν τον έπειθαν, οι γυναίκες εσήκωσαν τους χιτώνες των και ήλθαν προς συνάντησίν του. Όταν, λοιπόν, εκείνος οπισθοχώρησε, λέγεται ότι και το κύμα υπεχώρησε μαζί του.

Ορισμένοι, όμως, υποστηρίζουν το μυθώδες του πράγματος και λέγουν ότι ο Βελλερεφόντης παρέσυρε την θάλασσαν όχι με τις ευχές του, αλλά διότι το ευφορώτατον μέρος της πεδιάδος ήτο χαμηλώτερον της θαλάσσης. Μια δε λοφοσειρά, που εξετείνετο παρά την ακτήν και εμπόδιζε την θάλασσα, την άνοιξε ο Βελλερεφόντης, και όταν η θάλασσα όρμησε και κατέκλυσε την πεδιάδα, οι μεν άνδρες με τις παρακλήσεις των δεν κατόρθωσαν τίποτε, οι γυναίκες, όμως, έτρεξαν όλες γύρω του για να τύχουν του σεβασμού των και να καταπραΰνουν την οργήν του.

Άλλοι δε λέγουν ότι η λεγομένη Χίμαιρα, ήτο ένα όρος απέναντι του ηλίου και προξενούσε κατά το θέρος αντανακλάσεις επιβλαβείς και καυστικές, που διεσκορπίζοντο εις την πεδιάδα και από αυτές εμαραίνοντο οι καρποί. Ο Βελλερεφόντης το παρετήρησε και απέκοψε το λειότατον μέρος του γκρεμού που έριχνε προ πάντων τις αντανακλάσεις του. Επειδή όμως δεν ελάμβανε αμοιβήν, οργίσθηκε και εκδικήθηκε τους Λυκίους, αλλά, τελικώς, επείσθη υπό των γυναικών και τα πράγματα ηρέμησαν.

Ο Νύμφις στο τέταρτο βιβλίο του περί Ηρακλείας λέγει, ότι ο Βελλερεφόντης εσκότωσε ένα αγριογούρουνο, που έβλαπτε ζώα και καρπούς στην χώρα των Ξανθίων και δεν ελάμβανε αμοιβήν. Τότε αυτός καταράσθηκε τούς Ξανθίους προς τον Ποσειδώνα και ολόκληρη η πεδιάδα εκαλύφθη από άλμην και κατεστράφη εντελώς, επειδή το χώμα έγινε πικρόν, έως ότου σεβάσθηκε τις παρακλήσεις των γυναικών και ευχήθηκε στον Ποσειδώνα να παύση την οργήν του. Δια τούτο και νόμος υπήρχε εις τους Ξανθίους να λαμβάνουν το όνομα όχι από τον πατέρα, αλλά από την μητέρα τους!…

ΚΙΑΙ: Στις παρθένες των Κίων υπήρχε μία συνήθεια να πηγαίνουν στα δημόσια ιερά και να περνούν όλη την ημέρα μαζί, ενώ οι μνηστήρες των τις έβλεπαν να παίζουν και να χορεύουν. Το απόγευμα δε επήγαιναν στην οικία κάθε κοπέλας και υπηρετούσαν τούς γονείς και τούς αδελφούς των μέχρι του σημείου να τους πλένουν και τα πόδια. Ήταν τόσο μεγάλος ο σεβασμός των αγοριών προς αυτές, ώστε ο έρωτάς των να είναι κόσμιος και μάλιστα, όταν γινόταν αρραβώνας με κάποια εξ αυτών, οι άλλοι έπαυαν να την ζητούν.

Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήτο, κατά τον Πλούταρχον, η μεγάλη απόδειξις της κοσμιότητος των γυναικών, ενώ για επτακόσια ολόκληρα χρόνια να μη παρατηρηθή ίχνος μοιχείας η διαφθοράς!..

Βεβαίως, ο Πλούταρχος αναφέρεται και στον ηρωϊσμό γυναικών άλλων εθνοτήτων, που δεν κάμνομεν, όμως, αναλυτικήν αναφοράν, μιας και το αντικείμενό μας στο βιβλίο αυτό είναι οι Ελληνίδες και όχι οι ξένες της αρχαιότητος.

 

 Περισσότερα εδώ