«΄Αρξου χειρ μου αγαθή,
γράφε γράμματα καλά,
μη δαρθείς και παιδευθείς,
και εις την πυράν βαλθείς.»
Παλαιογραφία είναι η επιστήμη που ως αντικείμενό της έχει τις αρχαίες γραφές στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης και της μεταμόρφωσής τους στο πέρασμα των αιώνων. Συγκαταλέγεται στις βοηθητικές επιστήμες της Ιστορίας και είναι κλάδος της Φιλολογίας.
Θα ήταν σωστότερο η Παλαιογραφία να περιλαμβάνει ολόκληρη την ιστορία της γραφής, και ειδικότερα, όσον αφορά τον Ελληνικό Πολιτισμό, θα έπρεπε να αφορά τη μελέτη της γραφής ξεκινώντας από τη Γραμμική Β΄ έως την εφεύρεση της τυπογραφίας, κατά την εποχή της Αναγέννησης. Η έρευνα και η μελέτη της γραφής μέχρι τη σημερινή εποχή, αφορά χειρόγραφα σε περγαμηνή ή χαρτί, από τον 4ο αιώνα και όχι παλαιότερα.
Η Ελληνική Παλαιογραφία δεν περιορίζεται μόνο στη μελέτη της ιστορίας και στην εξέλιξη της γραφής, αλλά επεκτείνεται στη διερεύνηση όλων των στοιχείων που συνθέτουν την εικόνα, την ιστορία και τις συνθήκες της δημιουργίας του χειρογράφου.
Τα στοιχεία αυτά αφορούν:
- στην εξωτερική μορφή του χειρογράφου (υλικό γραφής, διαστάσεις, αρίθμηση φύλλων, είδος και αρίθμηση τευχών, παρουσία ή απουσία υδατοσήμων, διακοσμητικά χαρακτηριστικά, είδος της στάχωσης, κατάσταση του χειρογράφου),
- τον τόπο αντιγραφής
- τη χρονολόγηση,
- πληροφορίες για τον αντιγραφέα και κτήτορα,
- τις οικονομικές-πνευματικές συνθήκες που επέτρεψαν την αντιγραφή του.
Η επί μέρους επιστήμη που μελετά το χειρόγραφο, από τη στιγμή που έχει πάρει τη μορφή του βιβλίου, αποτελούμενου από συναρμολογημένα «τετράδια», και αφού έχει αφήσει τη μορφή βιβλίου- κυλίνδρου, είναι η κωδικολογία, και αποτελεί συμπλήρωμα της παλαιογραφίας. Η επιστήμη της κωδικολογίας, συμβάλλει κατά πολύ στη μελέτη του Ελληνικού χειρόγραφου βιβλίου, και αποτελεί τον κύριο φορέα διάσωσης πολύτιμων κειμένων της αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής γραμματείας.
Η μελέτη των χειρογράφων αποτελεί ένα συναρπαστικό ταξίδι στο χώρο και το χρόνο. Οι Βυζαντινοί γραφείς δούλευαν ακατάπαυστα για πολλές ώρες ή και μέρες, πολλές φορές μέσα σε αντίξοες συνθήκες, για να διασώσουν χειρόγραφα της Ελληνικής και Βυζαντινής γραμματείας.
Τα κείμενα δεν έχουν όλα τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Τα Ευαγγέλια είναι γραμμένα με μεγάλα επίσημα γράμματα, τα φιλοσοφικά κείμενα είναι πυκνογραμμένα με λεπτά γράμματα, τα νομικά έγγραφα με μεγάλα ευκρινή και πλατειά γράμματα. Τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα έχουν μια γραφή ιδιότυπη περιπλεγμένη, έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να τη μιμηθεί. Τα Ευαγγέλια κοσμούνται από ζωγραφιές εξαιρετικής τέχνης, με σκοπό να τονίζεται η ιερότητα των κειμένων.
Οι γραφείς, είτε ήταν μοναχοί, είτε λαϊκοί, έδιναν όλη την ψυχή τους για να παρουσιάσουν ένα χειρόγραφο σε μορφή όσο πιο τέλεια μπορούσαν. Είναι οι αφανείς ήρωες που εργάστηκαν για να μεταφέρουν την κάθε είδους γνώση, και έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, αφοσιωμένοι και πολλές φορές μορφωμένοι και γνώστες των κειμένων, για την αποφυγή λαθών.
Τον 9ο αιώνα περάσαμε από την κεφαλαιογράμματη γραφή στην μικρογράμματη, και αργότερα εμφανίστηκαν πολλά διαφορετικά είδη γραφής, ανάλογα με την περιοχή και την εποχή, όπως επίσης εμφανίστηκαν οι συντομογραφίες και τα ταχυγραφικά σύμβολα, που δυσκολεύουν κατά πολύ την προσπάθεια ανάγνωσης των κειμένων. Όμως, μέσω της γραφής η γνώση διαιωνίστηκε, κι έτσι δικαίως βλέπουμε στο τέλος πολλών χειρογράφων γραμμένη τη φράση «η μεν χειρ γράψασα σήπεται τάφω, η δε γραφή μένει εις τους αιώνας».
Θάλεια Μεταξά
ΣΧΕΤΙΚΟ ΘΕΜΑ: Αγαμέμνων Τσελίκας – Μια μεγάλη μορφή της Ελληνικής Παλαιογραφίας. ΕΔΩ