Την έχω συγχωρέσει. Το φώναζα βαδίζοντας γοργά πάνω κάτω στο σαλόνι να τ’ ακούσει η ψυχή της καθώς απομακρύνεται από την πόλη, τη χώρα, τη γη.
Τέλειωσε στη Σωτηρία, το νοσοκομείο του δάσους. Δυσκολευόταν πια ν’ ανασάνει. Με κλειστά μάτια έσφιξε το χέρι του πατέρα κι έγειρε.
Την επομένη φίλησα το κρύο μέτωπο και ζήτησα από την κυρία του γραφείου τελετών να φροντίσουν το στόμα που άνοιγε.
Επτά χρόνια μετά στάθηκα προσοχή μπροστά στον ανοιχτό τάφο. Με σφιγμένα τα πόδια συγκρατούσα τον φόβο, μέτραγα ανάσες και κράταγα το βλέμμα μην ξεφύγει. Ευτυχώς η μαμά δεν ήταν εκεί. Είχε ήδη πετάξει μακριά αφήνοντας πίσω έναν σκελετό θαρρείς χωμάτινο, με κόκκαλα κοκκινισμένα. Τα γκρίζα μαλλιά έμειναν στο λάκκο όλα μαζί σαν περούκα. Και το κρανίο, το κρανίο που ζήτησα να το πάρω στα χέρια μου και δεν μ’ άφησαν είχε επάνω του κάτι σαν μυστική γραφή. Η επιστήμη δεν είχε καταφέρει να την διαβάσει. Στο πλάι, πάνω από τον κρόταφο μια φλέβα είχε σκάψει το οστό βαθειά, έμοιαζε με κοίτη ποταμού. Αγωνίες, τύψεις, φόβοι πίεζαν εκεί χρόνια προκαλώντας της ατέλειωτους πονοκεφάλους.
Συχνά επικαλείτο την αρρώστια για να μας κρατάει στην τσίτα εμένα και τον πατέρα ν’ ακολουθούμε εντολές. Οι δυο μεγάλοι είχαν ξεφύγει από νωρίς με δικές τους οικογένειες σε άλλες πόλεις. Είχα αδέλφια και δεν είχα. Εγώ η τρίτη στη σειρά άργησα να μάθω ότι ήμουν τέταρτη. Το πρώτο παιδί. των γονιών μας, ένα όμορφο, γαλανομάτικο αγόρι πέθανε έξι μηνών από πνευμονία. Η μάνα το έπλενε στον κήπο για να το σκληραγωγήσει, η ίδια μου το είπε. Αλλά δεν έφτασε να πει πως το κρατούσε αγκαλιά πεθαμένο για μέρες και δεν το παρέδιδε και της το πήραν με το ζόρι. Ο μικρός Παναγιώτης, ο αδελφός μου. Δίνω τ’ όνομά του στις εκκλησίες για μνημόσυνα. Ήρθε κοντά μου σε Συστημική Αναπαράσταση λέγοντας πως εμένα αγαπάει! Έχω έναν αδελφό σε άλλον κόσμο. Και δυό γονείς εκεί ένθα απέδρα κάθε λύπη και στεναγμός.
Ελευθερία ήταν τ’ όνομά της. Δεν το βίωσε. Μ’ έπαιρνε στα γόνατά της κι άρχιζε την ίδια φριχτή ιστορία για τον πόλεμο του ’40. Οι σειρήνες, οι αποχωρισμοί, οι πανηγυρισμοί, οι επιστολές, ο θείος τραυματίας, οι ψείρες και η μεγάλη πείνα. Στο σπίτι της Καλλιθέας ζύμωνε μπομπότα. Κι έπειτα οι σφαίρες μέσα στην πόλη, οι μακρινοί ποδαρόδρομοι και πάντα η αγωνία αν θα βρεις τον άνθρωπο που ψάχνεις. Πάντα κάποιος έλειπε. Δεν άντεχα πια αυτές τις ιστορίες. Μεταφερόταν μέσα μου η αγωνία δεν ήθελα να τις ακούω. ΜΙα φορά είχε θυμώσει. Είπε: “Να τα ξανακούσεις. Πρέπει να τα θυμάσαι!”.
Θυμάμαι καλά την απουσία. Και τους καβγάδες τους μαζί με τα κομπρεσέρ της οδού Φειδιππίδου, που σκαβότανε συνέχεια. Μ’ έπαιρνε μαζί της και φεύγαμε από το σπίτι για μια και δυο βδομάδες. Σε σπίτια θείων συνήθως. Εκεί περίμενα τον μπαμπά να έρθει να μας πάρει.
– Πότε θα έρθει ο μπαμπάς;
-Σσς, μη το λες, να μη το λες αυτό, στενοχωριέται η μαμά.
Κάποτε ερχόταν ο μπαμπάς κι όλοι μαζί επιστρέφαμε σπίτι. Ξανάβρισκα τους δύο μεγάλους και τους φίλους τους. Είχανε πάντα ωραίους φίλους, που τους ερωτευόμουνα με τη σειρά. Για να με προσέξουν τους κλώτσαγα μήπως και με πάρουν αγκαλιά. Καμιά φορά το κόλπο έπιανε άλλωτε κατέληγε σε τιμωρίες.
Πριν τελειώσει η εφηβεία άρχισα να φεύγω μ’ ένα σάκο στον ώμο. Δυό μέρες, μια νύχτα, στα ψέμματα εκείθε, στ’ αλήθεια αλλού, αγκαλιά. Με μάλωνε, συνέχεια με μάλωνε. Μου φώναζε: “Άργησες! Πού γύριζες; Θα φας τη ζωή σου! Σαν τη θειά σου θα καταντήσεις, που ροκάνισε την περιουσία της για χάρη του…” . Πώς τον λέγανε; Ξέχασα. Η θεία τον θυμόταν ως τα βαθειά της γεράματα.
Ψυχολογία σπούδασα για να καταλάβω την οικογένειά μου. Συνήθως με κάρφωνε: “Τι ψυχολογία σπούδασες και δεν μπορείς να κάνεις τούτο κι εκείνο!”. Στη θεραπευτική ομάδα κάποτε με συμβούλεψαν: “Βρες κάτι ωραίο επάνω της και πες της το. Θα δεις, θ’ αλλάξει απέναντί σου”. Της είχα πει: “Τι ωραίο χτένισμα μαμά!” κι είχε σουφρώσει τη μύτη. Οσμιζότανε τη νέα κατάσταση που προσπαθούσα να οικοδομήσω ανάμεσά μας χωρίς ανταγωνισμούς χωρίς πίκρες. Κάτι κατάφερνα και πάλι έχανα το παιχνίδι. Τσακωνόμασταν, έφευγα, επέστρεφα όμως. “Δει δη χρημάτων …”, ποιός το έλεγε; ο ρήτωρ Δημοσθένης;
Στο σπίτι είχαμε για χρόνια δυό κούκλες μεταξένιο νήμα, μπεζ ανοιχτό. Το είχε φέρει από την Κρήτη η γιαγιά Θεοδοσία. Προερχόταν από τα γερμανικά αλεξίπτωτα της αεροπορικής επιχείρησης Ερμής. Τη νύχτα οι Κρητικές βγήκαν και μάζεψαν τα αλεξίπτωτα. Το μετάξι τους είναι αθάνατο. Ζήτησα από τη μάνα να μου πλέξει μ’ αυτό δυό μαξιλάρια. Τα έπλεξε με το βελονάκι και τα έχω κοντά μου ως τώρα. Τα έπαιρνα μαζί μου στα σχολεία που δούλευα, τα έδειχνα στα παιδιά κοντά στην 28η Οκτωβρίου. Αυτό της είχε δώσει περηφάνεια. Σαν το νερό στον διψασμένο. Η ομάδα με παρότρυνε να την ενημερώνω για τη ζωή μου, να τονίζω τα καλά. Κάποτε έκανα μια αφήγηση παραμυθιού στο σαλόνι μόνο για εκείνη καθώς δεν μπορούσε να έρθει στο αμφιθέατρο. Ήταν εξαρτημένη από το μηχάνημα του οξυγόνου. Πόσα μπράβο άκουσα από τη μοναδική μου θεατή! Μανούλα…
‘Οταν έφυγε την αναζητούσα στα όνειρά μου. Ήρθε μερικές φορές ολοένα και πιο ανάλαφρη. Την τελευταία φορά ήρθε ντυμένη στ” άσπρα, με πήρε αγκαλιά και χορεύαμε δίχως να πατάμε στο έδαφος. Στροβιλιζόμασταν καθώς μου τραγουδούσε:
“Τι ‘ν αυτό που το λένε αγάπη;
Τι ‘ν αυτό;
Τι “ν αυτό;”
………………………………………………
Το αριστούργημα αυτό γράφτηκε πριν από δύο χρόνια από την μικρή μου αδελφή, (έτσι θα την βλέπω πάντοτε), Θεοδοσία – Ήβη Δάκογλου. Πηγή έμπνευσης ήταν η Ελευθερία. Η Μάνα μας! Η σύζυγος του σπουδαίου Ιπποκράτη. Η γυναίκα που κράτησε όρθια την οικογένεια.
Το αγνοούσα μέχρι χθες. Όπως, προφανώς, αγνοώ πολλά δικά της. Το αναδημοσιεύω πιστεύοντας πως, μέσα στη μοναδικότητά του, “θα μιλήσει” σε κάποιους από εμάς και θα μας πει «την οικογένεια και τα μάτια σας».
Πολύδωρος