του Γιάννη Σιδέρη
Δεν ήταν μόνο η Σώτη Τριανταφύλλου. Ήταν και η δημοσιογράφος Λώρη Κέζα που κατηγορήθηκε για ισλαμοφοβία, επειδή έγραψε ένα άρθρο για την καταπίεση της γυναίκας στον μουσουλμανικό κόσμο (αφού ως γνωστόν εκεί υπάρχει η αποθέωση της ισοτιμίας μεταξύ ανδρών και γυναικών). Είναι και ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος, που κατηγορήθηκε και αυτός για υποκίνηση σε ρατσιστική βία, ξενοφοβία και ισλαμοφοβία, επειδή δεν είχε «πρέπουσες» απόψεις για την πολυπολιτισμικότητα (ουσιαστικά σε άρθρο του περιέγραψε τα χάλια της πόλης που ζει, εξαιτίας του μεταναστευτικού).
Ήταν ακόμη και ο επιφανής φιλέλληνας Χάιντς Ρίχτερ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μάνχαϊμ. Ο τελευταίος επειδή έγραψε σε μονογραφία που εξέδωσε το 2011 ότι βάναυσες και βάρβαρες πρακτικές δεν χρησιμοποίησαν μόνο οι γερμανικές μονάδες εισβολής αλλά και ο άτακτοι Κρήτες, που έλαβαν τα όπλα εναντίον τους.
Σημειωτέον ότι πρόκειται για ιστορική έρευνα, αλλά η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου του άσκησε δίωξη, επειδή η εκφρασθείσα γνώμη του συνιστούσε… άρνηση του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο! (Με την ίδια λογική… θα έπρεπε κάποιος άλλος εισαγγελέας να ασκήσει και δίωξη κατά όσων καταγγέλλουν τους Έλληνες για τη βία που επέδειξαν κατά την άλωση της Τριπολιτσάς – το αναφέρουμε σαρκαστικώς φυσικά, για να αναδείξουμε τον παραλογισμό του αντιρατσιστικού νόμου, που αν όχι ο ίδιος, σίγουρα οι ερμηνευτές του, παρεμβαίνουν και απαιτούν να κατευθύνουν τα συμπεράσματα της επιστημονικής έρευνας)!
Ευτυχώς με βάση την απόφαση του δικαστηρίου ο καθηγητής αθωώθηκε και ο συγκεκριμένος νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας η προσπάθεια εφαρμογής του νόμου είχε και την σουρεαλιστική πτυχή της. Ήταν τότε που οι γονείς στο Ωραιόκαστρο συγκρούονταν με τα ΜΑΤ, αντιδρώντας στην απόφαση του υπουργείου Παιδείας να ενταχθούν στα σχολεία της περιοχής, παιδιά των προσφύγων.
Ήταν λάθος η απόφαση των γονιών, αλλά ήταν δικαίωμά τους το λάθος, πολύ περισσότερο που έθεταν και εύλογους προβληματισμούς για ενδεχόμενη μετάδοση ασθενειών. Υποστήριζαν ότι τα παιδιά τους «απειλούνται από τις λοιμώδεις ασθένειες, από φυματίωση ηπατίτιδα, ελονοσία», καθώς οι προσφυγικοί πληθυσμοί έφεραν τέτοιες ξεχασμένες σε μας ασθένειες, ενώ τα παιδιά τους ως οχτώ χρόνων δεν είχαν κάνει το εμβόλιο κατά της φυματίωσης.
Το υπουργείο Παιδείας αντί να στείλει ειδικούς να τους ενημερώσουν, να τους εξηγήσουν και να τους καθησυχάσουν (ή έστω να τους αποστερήσουν από αυτού του είδους τα επιχειρήματα), αποφάσιζε και διέταζε από καθέδρας με την αυταρέσκεια του… αντιρατσιστικού Δικαίου του. Παράλληλα το διαδίκτυο αποφάσισε ότι οι γονείς είναι απόγονοι του Χίτλερ και – το πιο ωραίο – η Εισαγγελία Πρωτοδικών με παραγγελία προς την Εισαγγελία ποινικής Δίωξης είχε ζητήσει να τηρηθεί η αυτόφωρη διαδικασία για όσους πρωταγωνιστούσαν σε αυτεπαγγέλτως διωκόμενες πράξεις, οι οποίες συνδέονται με τον αντιρατσιστικό νόμο!
Παγκοσμίως το πλέον γνωστό παράδειγμα είναι η καταδίκη του Γάλλου φιλοσόφου και ιστορικού Ροζέ Γκαροντύ, με βάση τον αντίστοιχο νόμο Γκεϊσό, επειδή αμφισβήτησε το μέγεθος του ολοκαυτώματος. Ήταν λάθος του αλλά είχε δικαίωμα στο λάθος του.
Δεν έχουμε φτάσει ακόμη, αλλά μοιάζει σαν να βαίνουμε στην εποχή όπου θα εγκαθιδρυθεί η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας και θα απαγορευθεί ο ελεύθερος λόγος.
Κοινωνικοί εισαγγελείς, άκαμπτοι και ανελεύθεροι, κραδαίνοντες υπό μάλης την ρατσιστική καταγγελία, και ως ρομφαία το φόβητρο της Δικαιοσύνης, μετρούν με το υποδεκάμετρο κάθε απόχρωση άποψης, προκειμένου να την στείλουν στο κολαστήριο. Στόχος τους η ομοιομορφία των ιδεών, της σκέψης, της άποψης, του εκφραζόμενου λόγου (ομοιομορφία εναρμονιζόμενη πάντα με τις δικές τους ιδέες, σκέψεις, απόψεις, λόγο).
Οι νομικοί τονίζουν ότι η ελευθερία της άποψης κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του Συντάγματος, καθώς περιλαμβάνει το δικαίωμα του καθενός να έχει, να λαμβάνει, να διαμορφώνει, να εκφράζει και να διαδίδει τους στοχασμούς του, τις απόψεις του, τα αισθήματά του, χωρίς να υφίσταται κάποια δυσμενή έννομη συνέπεια.
Όμως ο «αντιρατσιστικός», καθιστά ποινικό αδίκημα τη δημόσια, προφορική, έντυπη, διαδικτυακή κλπ, εκφορά λόγου, εάν αυτός θεωρηθεί ως ρατσιστικός ή εμπεριέχει ρητορική του μίσους. Ποια όμως είναι τα όρια ώστε να μην προσβάλλεται η συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου; Και ποιος θα τα ορίσει;
Πέραν της νομικής άποψης, η κοινή λογική αποφαίνεται ότι σαφώς είναι εκφορά ρητορικής του μίσους αν πεις «σκοτώστε τους μουσουλμάνους». Γιατί όμως είναι ρατσιστικό και ρητορική του μίσους να πεις ότι οι μουσουλμανικές κοινωνίες είναι ανελεύθερες όσον αφορά στις γυναίκες, ότι η μουσουλμανική θρησκεία καταπιέζει τη γυναίκα, ή ότι η ζωή των φτωχών συνοικιών της Αθήνας υποβαθμίστηκαν περαιτέρω από την παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών;
Η ελευθερία του λόγου είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση δημοκρατίας. Είναι και η μόνη λύση καθώς μόνο αυτή, ανεμπόδιστη, αποδυναμώνει το ρατσιστικό λόγο, ενισχύοντας την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και τη δημοκρατία. Διαφορετικά επιβάλει την λογοκρισία και την αυτολογοκρισία και φιμώνει κάθε – θεωρούμενη ως – παρεκκλίνουσα άποψη, καταστέλλοντας την ελευθερία.
Εξάλλου ο νόμος είναι και αναποτελεσματικός. Ακόμη και δικαστική καταδίκη να υπάρξει, ο ρατσιστικός λόγος θα εξακολουθεί να φουντώνει στο διαδίκτυο, στο καφενείο στο σπίτι, στην καφετέρια, στο γήπεδο και σε κάθε μορφή κοινωνικής εκδήλωσης. Και όσο διώκεται δικαστικά, τόσο θα ενισχύεται.
Παιδεία, ενημέρωση και ελευθερία είναι τα αντίδοτά του. Αρκεί βέβαια και οι πολίτες να τα διεκδικήσουν και να μην υποταχθούν στην επιδιωκόμενη ομοιομορφία της σκέψης και έκφρασης που προσπαθούν να επιβάλουν κάποιοι προφήτες της νέας εποχής.