Ένα πλήθος ταφικών κτερισμάτων και σκευής τάφων υψηλής ποιότητας, αποκαλύφθηκε κατά το πενταετές πρόγραμμα της ανασκαφικής έρευνας στη μυκηναϊκή νεκρόπολη της Τραπεζάς, σε απόσταση επτά χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του Αιγίου. Τα ευρήματα μαρτυρούν την εκπληκτική πολιτιστική και κοινωνική ζωτικότητα της περιοχής. Το πλάτωμα ταυτίζεται με την πόλη των Ρύπων, η οποία αποτελεί την Μητρόπολη του Κρότωνα στην κάτω Ιταλία κατά τον αποικισμό του 8ου αιώνα π.Χ.
Η μυκηναϊκή νεκρόπολη βρίσκεται στο νοτιοδυτικό πρανές του πλατώματος και επάνω στον αρχαίο δρόμο που οδηγούσε στην ακρόπολη των ιστορικών χρόνων. Οι τάφοι που ερευνήθηκαν διατάσσονται σε τρία τουλάχιστον επίπεδα άνδηρα κατά μήκος της νότιας πλευράς της Τραπεζάς, σε απόσταση λίγων μέτρων ο ένας από τον άλλον, σε παράλληλη διάταξη και με προσανατολισμό βορρά-νότου. Πρόκειται για θαλαμοειδείς τάφους λαξευμένους στον μαλακό βράχο του υπεδάφους.
Η νεκρόπολη, περιλαμβάνει τάφους με πλάτος θαλάμων που δεν υπερβαίνουν τα 3,5-4 μέτρα, δρόμους με μήκος όχι μεγαλύτερο των 6-7 μέτρων και με πλάτος όχι μεγαλύτερο του 1,5 μέτρου. Οι ταφικοί θάλαμοι έχουν ποικίλα σχήματα, κυκλικά, ορθογώνια ακόμα και σχεδόν τετράπλευρα με αποστρογγυλεμένες γωνίες και τοιχώματα ακανόνιστου περιγράμματος.
Αποκαλύφθηκαν επιμήκεις λάκκοι κάτω από τους θαλάμους, κόγχες λαξευμένες στα τοιχώματα των δρόμων για τη δευτερογενή εναπόθεση παλαιότερων ταφών, καθώς και λάκκοι – ελλειψοειδούς ή τετράγωνου σχήματος – στα δάπεδα των δρόμων, τα οποία βρέθηκαν κενά και θα μπορούσαν αρχικά να έχουν λαξευτεί για την απόκρυψη τελετουργικής σκευής.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι πλευρικοί θάλαμοι στους δρόμους των τάφων, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για ενταφιασμό παιδιών.
Η χρήση των τάφων ήταν πολύχρονη και εντατική. Οι θάλαμοι των τάφων κατέρρευσαν στους ιστορικούς μόλις χρόνους, μεταξύ της Γεωμετρικής και της Αρχαϊκής περιόδου, όπως φαίνεται να δηλώνουν τα αντικείμενα τα οποία βρέθηκαν στους «κρατήρες» που σχηματίστηκαν στο έδαφος λόγω της κατάρρευσης των οροφών των θαλάμων.
Η ποιότητα των ευρημάτων της μυκηναϊκής νεκρόπολης της Τράπεζας, αποδεικνύεται από τα πολύτιμα σύνολα αγγείων που δηλώνουν εξάρτηση από τα ανακτορικά πρότυπα αλλά και αυτόνομους δεσμούς μεταξύ ευρύτερων περιοχών, από τη δυτική Πελοπόννησο έως την Κρήτη. Τα κτερίσματα εμπλουτίζονται με πλήθος σφραγιδόλιθων και κάθε είδους χάντρες και ψήφους από ποικίλα υλικά – γυαλί, φαγεντιανή, χρυσό, κορνεόλη, ορεία κρύσταλλο – που συνθέτουν περιδέραια και περίτεχνα κοσμήματα, χρυσά περίαπτα σε σχήμα βουκράνων που παραπέμπουν στις εμπορικές σχέσεις με το ανατολικό Αιγαίο και την Κύπρο.
Κάποιοι τάφοι μαρτυρούν ως επί το πλείστον την παρουσία στοιχείων ελιτισμού, καθώς το κοινωνικό κύρος τους και ο πιθανός δεσμός τους με τα ανάκτορα εκφράζονται ιδίως με τον πολύτιμο συνδυασμό όπλων και εργαλείων.
Επιπλέον, τα ευρήματα από τις επιχώσεις των δρόμων των τάφων παρέχουν αποκλειστικές μαρτυρίες κοινωνικών πρακτικών που
αποτελούν ένα ορόσημο στην τέλεση της κηδείας, αλλά και τελετουργιών όπως προσφορές και χοές μπροστά στις σφραγισμένες θύρες
των θαλάμων κατά τις μεταθανάτιες επισκέψεις στους τάφους.
Έτσι, η νεκρόπολη καθίσταται επιπλέον και χώρος μετάδοσης των παραδόσεων και της κοινωνικής μνήμης.
Δεν είναι ακόμη σαφής η θέση του μυκηναϊκού οικισμού της Τραπεζάς. Πιθανώς, κατά τη διάρκεια του πρώιμου κύκλου χρήσης της νεκρόπολης ο οικισμός βρισκόταν σε ένα ύψωμα, σε απόσταση περίπου 100 μέτρων νότια της Τραπεζάς. Σήμερα, στη θέση αυτή, βρίσκεται σε εξέλιξη η έρευνα ενός μεσοελλαδικού οικισμού ο οποίος έχει αποδώσει σποραδικές μαρτυρίες μυκηναϊκής κεραμικής.
Η συστηματική ανασκαφή της Τράπεζας Αιγίου διευθύνεται από τον Δρ Ανδρέα Γ. Βόρδο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αχαΐας. Στο διεπιστημονικό πρόγραμμα της έρευνας της μυκηναϊκής νεκρόπολης μετέχει η Καθηγήτρια της Αιγαιακής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Udine Elisabetta Borgna με ομάδα φοιτητών των Πανεπιστημίων Udine, Τεργέστης και Βενετίας, καθώς και με μεταπτυχιακούς φοιτητές Ελληνικών Πανεπιστημίων.
.