15 Ιουνίου 1944. Ο Άρης Βελουχιώτης καταστρέφει το Ιστορικό Βαλτέτσι!!

1401
Φωτογραφία αρχείου από τελετή Μνήμης για του δολοφονημένους άμαχους
γράφει ο Ιωάννης Μπουγάς*

Ακολουθούν τα γεγονότα πολύ συνοπτικά, και μερικά βεβαιωμένα εγκλήματα από τα πολλές δεκάδες που έγιναν μετά τη μάχη.

Το Βαλτέτσι, το ιστορικό κεφαλοχώρι της Αρκαδίας, 12 χιλιόμετρα δυτικά της Τρίπολης, φτιαγμένο από φάρα Βορειο-Ηπειρωτών από το Βαλτέτσι της Χειμάρας, έγινε ξακουστό από την περίτρανη νίκη των Ελλήνων επί Τούρκων και Αλβανών στις 12 Μαϊου 1821. Το 1944 εκατοικείτο από 1.500 περίπου ψυχές αποκλειστικά κτηνοτρόφων με πάνω από 30.000 αιγοπρόβατα στην κατοχή τους. Τον χειμώνα, όλοι οι κάτοικοι εκτός των πολύ ηλικιωμένων και κάποιων μικρών παιδιών, κατέβαιναν με τα αιγοπρόβατα στην Αργολίδα ή την Λακωνία (στα χειμαδιά).

Ιωάννης Μπουγάς

Με κατοίκους κατά παράδοση συντηρητικούς και βασιλόφρονες, αλλά και με το 95% να λείπουν από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο, το ΕΑΜ άργησε να κάνει την εμφάνισή του στο χωριό. Όταν τελικά το 1943 διορίστηκε επιτροπή του ΕΑΜ, και εγκαταστάθηκε και ξένος αντιπρόσωπος ως τοποτηρητής, φρούραρχος επήλθε ρήξη και στη συνέχεια ΤΙΜΩΡΙΑ από τον ΕΛΑΣ.

Το ΕΑΜ στη Κατοχή είχε επιβάλει μονοπώλιο στη διακίνηση του αλατιού, και απόλυτο έλεγχο στη μετακίνηση των κατοίκων. Στην περίπτωση του Βαλτετσίου απαγόρευσαν κάθε επίσκεψη στην Τρίπολη που από τον Απρίλιο 1944 είχε οργανωθεί το Τάγμα Ασφαλείας του συν/ρχη Διονυσίου Παπαδόγγονα. Όμως, οι Βαλτετσιώτες έπρεπε να πηγαίνουν εκεί τουλάχιστον για αλάτι, ΤΕΛΕΙΩΣ απαραίτητο για τα τυροκομιά τους. Δύο γυναίκες που παρέβησαν την διαταγή (η μία πήγε το άρρωστο μωρό της σε γιατρό, και η άλλη πήγε για αλάτι) «δικάστηκαν» από τον αντιπρόσωπο σε θάνατο. Οι Βαλτετσιώτες, στους οποίους ανέθεσαν την εκτέλεση, αρνήθηκαν. Λόγω αυτού και της διαμάχης που δημιουργήθηκε, ο ξένος αντιπρόσωπος του ΕΑΜ έφυγε από το Βαλτέτσι.

Οι άνδρες του χωριού πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσουν να αποφύγουν την αναμενόμενη τιμωρία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, κατέφυγαν στην Τρίπολη και ζήτησαν όπλα από τον συνταγματάρχη Παπαδόγγονα. Ο Παπαδόγγονας αρχικά αρνήθηκε, αλλά με την επιμονή Βαλτετσιωτών της Τρίπολης και μερικών αξιωματικών του, ενέδωσε, και στις 27 Μαΐου 1944 έστειλε στο χωριό 130 περίπου ιταλικές καραμπίνες, 2 οπλοπολυβόλα, και πυρομαχικά, μαζί με έναν λοχαγό και 3-4 νεαρούς αξιωματικούς, οι οποίοι οργάνωσαν ένα υποτυπώδη Λόχο Ασφαλείας.

Στις 9 ή 10 Ιουνίου οι μισοί οπλίτες του λόχου, ίσως οι καλύτεροι από ηλικία και πολεμική ικανότητα, μαζί με τον λοχαγό και 3 αξιωματικούς, έφυγαν για τον Πάρνωνα, και στο Βαλτέτσι έμειναν οι υπόλοιποι με 67 καραμπίνες.

Στις 15 Ἰουνίου δύναμη τουλάχιστον 1.200 ἀνταρτῶν τοῦ ΕΛΑΣ, υπό την προσωπική διοίκηση του Άρη Βελουχιώτη, επετέθη στό Βαλτέτσι. Οἱ ἀντάρτες το κατέβαλαν εὔκολα, παρά τό ὅτι εἶχαν 22 ἀντάρτες νεκρούς, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τόν λοχαγό Γιάννη Πατεράκη ἀπό τήν Κρήτη (υπάρχει η σαφής υποψία ότι τον δολοφόνησαν οι σύντροφοί του, γιατί ήταν εναντίον της επίθεσης στο Βαλτέτσι), καί ἀρκετές δεκάδες τραυματίες.

Γιά τούς Βαλτετσιῶτες, τά θύματα τῆς μάχης ήταν 43, εκ των οποίων 36 επί τόπου και 7 τραυματίες που πέθαναν τις επόμενες ημέρες.

Με τη σφαγή που έγινε στο χωριό μετά τη μάχη, και τις δολοφονίες αιχμαλώτων οπλιτών και αμάχων Βαλτετσιωτών που ακολούθησαν σε διάφορα μέρη τις επόμενες ημέρες, τα θύματα ήταν τουλάχιστον 107. Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονταν και 21 γυναίκες! Κάποιες πηγές, προσκείμενες στην Αριστερά, περιορίζουν τους νεκρούς σε 92, με τους 44 να πέφτουν νεκροί στη μάχη, ενώ στους 48 που δολοφονήθηκαν μετά οι 21 ήταν γυναίκες (και μερικά μικρά κορίτσια, και ένα μωρό!).

Ένας από τους νεκρούς ήταν ο Κυριάκος Σιαμπάνης, ο οποίος ενώ είχε επιζήσει της μάχης, βγήκε σε μιά διπλανή ράχη και όταν έφευγαν οι ΕΛΑΣίτες σέρνοντας μαζί τους ομήρους, άρχισε τους πυροβολισμούς. Στη σύγχιση που δημιουργήθηκε, μερικές δεκάδες όμηροι κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο Σιαμπάνης τελικά βλήθηκε από ριπή πολυβόλου του ΕΛΑΣ. Στον τόπο που έπεσε, βρήκαν και μιά ξιφολόγχη που είχε φέρει από τον πόλεμο της Μικράς Ασίας.

Ο ιατρός Κώστας Σαραντόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου “Βαλτέτσι 1944”, ως νεαρό παιδί ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Στο βιβλίο του περιέχεται και αυτή μαρτυρία ενός άλλου αυτόπτη μάρτυρα: «…Ο θάνατος του Μήτσου I. Ράμμου υπήρξε μαρτυρικός. Έγινε μπροστά στα μάτια του νεαρού Γιάννη Α. Σκαλτσά, ο οποίος και τον περιγράφει: Οι ΕΛΑΣίτες είχαν συλλάβει τον Μήτσο Ράμμο και βρίσκονταν έξω από το σπίτι του Αντώνη Καραμάνη. Εκεί αφού τον έδειραν τον διέταξαν να μπει στο κατώι του διπλανού σπιτιού του Γιώργη Δημαράκη (Σμπαρλή), για να δει αν υπάρχουν κρυμμένοι Βαλτετσιώτες. Ο Μήτσος πήγε μέσα στο σκοτεινό υπόγειο και γύρισε λέγοντας ότι δεν είδε ανθρώπους. Την ώρα εκείνη αποπειράθηκε να δραπετεύσει αλλά αμέσως τον συνέλαβαν. Γυρνώντας το βλέμμα του ο Σκαλτσάς είδε έναν αντάρτη να κόβει τον λαιμό του Μήτσου σαν αρνί».

Περιφερόμενος ο Σαραντόπουλος στο χωριό ευθύς μετά τη μάχη, για να μάθει τι απέγινε ο πατέρας του, επιβεβαιώνει την παραπάνω μαρτυρία, και συμπληρώνει και άλλα παρόμοια φριχτά γεγονότα: «..είδα τον λεβεντόκορμο με τα κατσαρά μαλλιά γείτονά μου Ράμμο σφαγμένο. Του είχαν κόψει το λαιμό. Το τραύμα ήταν μεγάλο και βαθύ και φαίνονταν οι αυχενικοί σπόνδυλοι. Στο ανοιχτό στόμα του οι δήμιοι είχαν τοποθετήσει το ακρωτηριασμένο μόριό του… Οι φονιάδες του είχαν αφαιρέσει τα ρούχα και τα παπούτσια και τον άφησαν μόνο με τα εσώρουχα, όπως το έκαμαν σε όλους σχεδόν τους φονευθέντες Βαλτετσιώτες.

Ο φονιάς είναι γνωστός στους επιζώντες σήμερα Βαλτετσιώτες. Δεν συντρέχει λόγος ν’ αναφερθεί το όνομά του. Δεν φταίνε σε τίποτα οι απόγονοί του. (σ.σ. Δεν συμφωνώ με αυτήν την τακτική, αν και εγώ έχω στο παρελθόν, σε λίγες περιπτώσεις, αποφύγει να αποκαλύψω τα ονόματα συμπατριωτών μου σφαγέων, για να προστατεύσω απογόνους τους. Τώρα όμως πιστεύω ότι αν η περιγραφή της ιστορίας καλεί για την καταγραφή κάποιου ονόματος, το όνομα πρέπει να γράφεται πλήρες. Δεν πρέπει να υπάρχει «οικογενειακή ευθύνη», αλλά ούτε ηρωοποίηση κάποιων λόγω απόκρυψης των εγκλημάτων τους. ΕΧΕΙ ΑΣΚΗΘΕΙ ΣΚΛΗΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ στον θανόντα πλέον συγγραφέα, ιατρό κ. Σαραντόπουλο γιατί απέφυγε να ονομάσει και άλλους εγκληματίες που ήταν ευρέως γνωστοί).

Ασυνήθιστη βαρβαρότητα έδειξαν και στη Γιαννούλα, σύζυγο του Γιώργη Παπαοικονόμου. Όταν η Γιαννούλα είδε ότι επρόκειτο να κάψουν το σπίτι της, διαμαρτυρήθηκε δυναμικά και λογομάχησε με τους αντάρτες. Ένας αντάρτης είπε στη Γιαννούλα να φύγει και να πάει στην εκκλησία, που είναι απέναντι από το σπίτι της και τη συνόδευσε μέχρι τη μικρή πόρτα στη μάντρα του ναού. Εκεί, κάποιος από τους αντάρτες, επιτέθηκε στη Γιαννούλα και την κατακρεούργησε.

Την είδα νεκρή, αυτήν τη μεγαλογυναίκα κάτω από τον μικρό πλάτανο που είναι στο προαύλιο της εκκλησίας. Το μαχαίρι, της είχε κόψει τον λαιμό στο επίπεδο του μήλου του Αδάμ. Το τραύμα ήταν πλατύ και βαθύ. Στο πρόσωπο είχε μερικές αμυχές και μώλωπες, πιθανότατα από ξυλοδαρμό. Τα ρούχα στο πάνω μέρος του σώματός της ήταν ξεσκισμένα. Της είχαν αφαιρέσει και τους μαστούς της. Είναι βέβαιο ότι τη Γιαννούλα δεν την έσφαξαν τη στιγμή που οι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι της, αλλά αργότερα, εν ψυχρώ. Ο Γιώργης ο άνδρας της, αιχμαλωτίστηκε έξω από το χωριό. Τα τρία ανήλικα παιδιά τους, Γιαννούλης 15 ετών, Μαρία 13, και Νίκος 11 ετών, τα πήραν στην αιχμαλωσία…».

Οἱ ἀντάρτες δεν σταμάτησαν εκεί. Έκαψαν 30 σπίτια τοῦ χωριοῦ, καί λεηλάτησαν ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ τίς περιουσίες τους μαζί με φίλους τους που είχαν φέρει μαζί τους με τα ζώα τους από τα γύρω χωριά (από το ΕΑΜ και τον Εφεδρικό ΕΛΑΣ των γύρω χωριών, με πρώτους τους πατριώτες του Πέρδικα από το Βάγγου). Όταν έφυγαν, πήραν μαζί τους καί πάνω ἀπό 300 μεγάλα ζῶα τοῦ χωριοῦ, και γύρω χωριών που τα είχαν φέρει ειδικά γι αυτόν τον σκοπό, φορτωμένα μέ τό βιός τῶν κατοίκων (τυριά, λάδια, σιτάρια, αλεύρι, ρούχα και προίκες κοριτσιών, οικοκυρικά σκεύη, τρόφιμα, κλπ.) .

Τέλος, ἔκλεψαν τουλάχιστον 15.000 αἰγοπρόβατα. Οἱ ΕΛΑΣίτες καί τά μέλη τοῦ ΕΑΜ ἀπό τά γύρω χωριά πῆγαν μετά στό Βαλτέτσι καί θέρισαν ἀκόμη καί τά σπαρτά ἀπό τά χωράφια τους, καί φυσικά πῆραν τόν καρπό!

Ὅλους τούς “ἀντιδραστικούς” κατοίκους τοῦ Βαλτετσίου πού δέν ἐκτέλεσαν ἐπί τόπου, 140 περίπου, με πολλά γυναικόπαιδα, τούς ἔσυραν ομήρους σέ μιά πορεία θανάτου. Στό χωριό Βάγγου, στό προαύλιο τοῦ σχολείου, τούς κρατούμενους τούς κακοποίησαν οἱ ντόπιοι πολιτοφύλακες τοῦ ΕΑΜ.
Στά χωριά Καράτουλα, Παύλια, Σύρνα, κ.λπ. ἀπ’ ὅπου πέρασαν στή συνέχεια, μέχρι νά φθάσουν στή Στεμνίτσα, οἱ κάτοικοί τους, πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπό τό ΕΑΜ –οι περισσότεροι με τη βία- περιορίστηκαν σέ βρισιές καί ἀποδοκιμασίες. Στή Στεμνίτσα ἔστησαν ἀνταρτοδικεῖο/λαοδικείο μέ ψευδεῖς κατηγορίες καί μάρτυρες, “κατεδίκασαν” 14 Βαλτετσιώτες σέ θάνατο, καί τούς ἐκτέλεσαν επί τόπου. Περίπου 75 κρατουμένους τούς έστειλαν σε Στρατόπεδα του ΕΑΜ στη Γορτυνία. Εκεί δοφονήθηκαν 14 το επόμενο διάστημα.

Από τη Στεμνίτσα, 3 κρατουμένους τούς ἔστειλαν στή Δημητσάνα, και εκεί δικάστηκαν παρουσία τοῦ Άρη Βελουχιώτη, και εκτελέστηκαν. Ένας εξ αυτών ήταν ο Γεώργιος Μπουρλόκας, που πλησίαζε τα 50, παλαίμαχος του πολέμου στη Μικρά Ασία. Ίσως λόγω της ηλικίας του, τράβηξε την προσοχή του ίδιου του Βελουχιώτη, ο οποίος πριν την εκτέλεσή του τον κάλεσε «να ζητήσει συγγνώμη από τον ηρωϊκό ΕΛΑΣ». Ο Μπουρλόκας αρνήθηκε, λέγοντας «δεν έκανα κανένα κακό για να ζητήσω συγγνώμη, υπερασπίστηκα το σπίτι μου και το χωριό μου. Μπορείς να με σκοτώσεις. Έχω 3 αγόρια, κάποιο απ’ αυτά θα βγάλει το όνομά μου. Να δώ τη δική σου τύχη!». Ο σφαγέας των Βαλτετσιωτών  Βελουχιώτης έχασε τη ζωή του έναν χρόνο αργότερα, στις 15 Ιουνίου του 1945!

Την χειρότερη τύχη από τους κρατουμένους Βαλτετσιώτες εἶχαν 19, τούς ὁποίους ὁδήγησαν δεμένους στήν Κορινθία, στό Μοναστήρι τοῦ Φενεοῦ, μετά ἀπό πορεία πέντε ἡμερῶν. Ἐκεῖ και οἱ 19 βρῆκαν φρικτό θάνατο. Τούς ἔσφαξαν στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί τούς πέταξαν στό βάραθρο. Μεταξύ τῶν 19 ἦταν καί ἡ ἔγκυος Βασιλική Γ. Στάϊκου μέ τά 4 κορίτσια της, ἡλικίας ἀπό 11 ἕως 17 ἐτῶν, ἡ ὁποία ἔφερε στόν κόσμο καί ἕνα μωρό τίς λίγες ἡμέρες πού ἦταν φυλακισμένη στό μοναστήρι τοῦ Φενεοῦ. Τό μωρό τό δολοφόνησαν οἱ φρουροί ἀντάρτες ἀμέσως μετά τή γέννησή του, μόλις ἄκουσαν τά πρῶτα κλάμματά του.

Οι νεκροί και το πλιάτσικο της περιουσίας των κατοίκων ουσιαστικά κατέστρεψε το Βαλτέτσι. Το χωριό δεν συνήλθε από τότε. Οι περισσότεροι κάτοικοι μετοίκησαν στην Αργολίδα και τη Λακωνία. Εγώ δέχομαι ότι ο Βελουχιώτης και ο ΕΛΑΣ είχαν λόγο να κτυπήσουν και να αφοπλίσουν τους Βαλτετσιώτες, που είχαν τολμήσει να αρνηθούν υποταγή στις εντολές του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Όμως, μετά τη μάχη, τους άνδρες που δεν είχαν όπλα, τις γυναίκες, τα παιδιά, γιατί έπρεπε να τους σφάξουν; Τα σπίτια γιατί τα έκαψαν; Τα ζώα και όλο το βιός των κατοίκων του Βαλτετσίου, ιδίως τα μαγάλα ζώα, μουλάρια και άλογα, και τα 15.000 αιγοπρόβατα γιατί τα έκλεψαν;
Αυτή ήταν η δικαιοσύνη τους; Ήταν αυτά μέρος της «Αντίστασης», Το ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ, ΚΑΙ ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΑΜΑΧΩΝ;».

(Οι λεπτομέρειες του κειμένου προέρχονται από το έργο του Κώστα Σαραντόπουλου «Βαλτέτσι 1944» και το δικό μου «ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς» 1943-44», Τόμος Β’).

(Από την ανάρτηση στο προσωπικό του facebook που είναι σχεδόν ταυτόσημη με ανάλογη του 2018)