γράφει ο Παναγιώτης Λιάκος*
Σαν σήμερα, το 1533, δολοφονήθηκε από τους Ισπανούς κατακτητές ο Αταχουάλπα (γεν. 1502), ο τελευταίος βασιλιάς των Ινκας. Τον Νοέμβριο του 1532 τον είχε πιάσει σε ενέδρα ο Φρανθίσκο Πιθάρο (1478-1541). Ο Πιθάρο είχε προσκαλέσει τον Αταχουάλπα σε γιορτή στην πόλη Καχαμάρκα (στο σημερινό Περού), που υποτίθεται ότι θα γινόταν προς τιμήν του. Εκείνος, αφελέστατα, δέχθηκε και οι 168 στρατιώτες του Ισπανού θέρισαν περίπου 7.000 άοπλους Ινκας, οι οποίοι συνόδευαν τον βασιλιά τους.
Ο Αταχουάλπα πολύ αργά κατάλαβε την απληστία των Ισπανών επιδρομέων και πρόσφερε ως αντάλλαγμα για την ελευθερία του να γεμίσουν οι Ινκας ένα δωμάτιο με χρυσάφι. Οι πλιατσικολόγοι κονκισταδόρες το δέχθηκαν μεν, αλλά έθεσαν και επιπλέον όρους για να αφήσουν ελεύθερο τον Αταχουάλπα: Οι Ινκας να ασπαστούν τον χριστιανισμό και να αναγνωρίσουν ως αφέντη τους τον βασιλιά της Ισπανίας. Οι Ινκας έφεραν στους Ισπανούς χρυσό, ασήμι και αναρίθμητα τεχνουργήματα από το σύνολο της επικράτειας της αυτοκρατορίας τους. Οι… πολιτισμένοι Ευρωπαίοι έλιωσαν τα πολύτιμα μέταλλα και τελικά συγκέντρωσαν περίπου 24 τόνους χρυσό και ασήμι.
Αμέσως μετά την «είσπραξη» επέβαλαν στον Αταχουάλπα τη θανατική ποινή, διότι ήταν… αιρετικός. Μόλις έγινε αυτό, ο Πιθάρο είπε στον βασιλιά των Ινκας ότι έχει δύο επιλογές εκτέλεσης της ποινής του: Ή να πεθάνει στην πυρά ή να ασπαστεί τον χριστιανισμό και να τον βάλουν στον στραγγαλιστή (μηχανή που τοποθετείτο γύρω από τον λαιμό του θύματος και τον στραγγάλιζε αργά και βασανιστικά).
Τελικά, σύμφωνα με τις πηγές, ο Αταχουάλπα ασπάστηκε (με το στανιό) τον καθολικισμό και πέθανε διά στραγγαλισμού.
Γι’ αυτό όταν περιδιαβαίνουμε ισπανικές αλλά και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και θαυμάζουμε τη μεγαλοπρέπεια των κτιρίων τους και τον πλούτο που έχει σωρευτεί σε αυτές, να θυμόμαστε τους λαούς και τις φυλές που υπέφεραν για να καλοπερνούν και να κάνουν φιγούρα οι δήμιοι τους.
Φυσικά, να έχουμε πάντα κατά νου τι μοίρα περιμένει τους γηγενείς πληθυσμούς, όταν βαπόρια, βάρκες και μαούνες ξεφορτώνουν μυριάδες αλλοδαπούς στον τόπο τους.
*Ο Παναγιώτης Λιάκος είναι αρθρογράφος της Δημοκρατίας και συγγραφέας.
(Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο NEWSBREAK την 29η Αυγούστου 2024)