Γράφει ο Γιάννης Κουριαννίδης*
Την περίοδο που καλούμε προεκλογική είναι σύνηθες να υποχωρούν στην έκφραση του πολιτικού λόγου οι ιδεολογικές προσεγγίσεις. Κατά κανόνα υπερισχύει η σκοπιμότητα, η υποσχεσιολογία, αλλά και η αντιπαράθεση με αντεγκλήσεις που φτάνουν συχνά στα όρια της χυδαιότητας. Όλα αυτά, βεβαίως «ξεχνιούνται» την επομένη των εκλογών», όταν ο «πολιτικός καθωσπρεπισμός» επανέρχεται, αφού «η δουλειά τελείωσε»! Θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Αν πραγματικά το πολιτικό προσωπικό της χώρας επιθυμούσε την εξαφάνιση του πελατειακού κράτους, δεν θα προέτασσε την υποσχεσιολογία, δεν θα υποχωρούσε από τις θέσεις του προς εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων, δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να αυτοξεφτιλίζεται μέσα από τον καθρέφτη του αντιπάλου του. Θα μπορούσε, όπως και θα έπρεπε να πράξει, να ανατάξει την ποιότητα του πολιτικού του λόγου προτάσσοντας αξίες και όχι υλικές υποσχέσεις.
Ο πανεπιστημιακός καθηγητής Δημήτριος Βεζανής (1904 – 1968) έγραψε ότι «ο Ελληνισμός ως σύνολον ουδέποτε ηγωνίσθη και εθυσιάσθη διά τόκους και μερίσματα, διά μεροκάματα και γιδοπρόβατα, διά δασμούς και ισοζύγια, αλλά μόνον διά την ιδέαν του Ελληνισμού». Και συνεχίζει (σε πιο απλουστευμένη γλωσσικά απόδοση): «Ανέκαθεν η ιδέα του Κράτους για τους Έλληνες ήταν συνδεδεμένη με ένα ηθικό, πνευματικό περιεχόμενο, είτε ήταν αυτό οι νόμοι της αρχαίας πολιτείας, δηλαδή οι υπέρτατοι κανόνες της ζωής των ατόμων και της πόλης, είτε το “αγαθόν” του Πλάτωνα, είτε η “αρετή” του Αριστοτέλη, είτε η πανελλήνια ιδέα του Ισοκράτη την οποία πραγματοποιεί ο Αλέξανδρος, είτε η προστασία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, είτε η Μεγάλη Ιδέα. Στη συνείδηση των Ελλήνων, το Κράτος παρουσιάζεται πάντοτε ως όργανο επίτευξης πνευματικών σκοπών και ηθικών αρχών».
Η υποβάθμιση και χυδαιοποίηση του πολιτικού λόγου στην εποχή μας, απαξίωσε την έννοια του κράτους, καθιστώντας το πεδίο ρουσφετιού και ιδιοτελών συναλλαγών, μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων. Υπό το καθεστώς αυτό, είναι λογικό όσοι δεν ασκούν κάποιο δημόσιο λειτούργημα (που έχει καταντήσει πλέον βιοποριστικό επάγγελμα), να αδιαφορούν ουσιαστικά για τη λειτουργία τους κράτους αλλά και για την πολιτική γενικότερα, αφού καταλαβαίνουν πως οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο παρά για την καλοπέραση των ιδίων και των οικογενειών τους.
Ως φυσικό επακόλουθο διογκώνεται συνεχώς η αποχή από τις πολιτικές διεργασίες και φυσικά από τις εκλογές. Τα ψηφοδέλτια στελεχώνονται κατά κανόνα από πρόσωπα που θέλουν να προσθέσουν άλλη μία σειρά στο βιογραφικό τους, συνήθως ενεργούμενα επιχειρηματικών και άλλων συμφερόντων, και στην καλύτερη φιλόδοξων προσωπικοτήτων, άσχετων με την πολιτική και εύκολα χειραγωγήσιμων από όσους τους προωθούν. Και αυτό συμβαίνει πια όχι μόνο στα λεγόμενα «κόμματα εξουσίας», αλλά και σε μικρότερους σχηματισμούς που φιλοδοξούν να μοιραστούν κομμάτια από την πίτα της δυσαρέσκειας και της σωρευμένης κοινωνικής οργής.
Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου αποτελούν μία χαρακτηριστική περίπτωση. Η μεταστροφή των Ευρωπαίων που αποζητούν πλέον την ανάκτηση των εθνικών τους αξιών με τη γιγάντωση εθνικών ταυτοτικών κινημάτων που αναμένεται να αλλάξουν τους συσχετισμούς στο ευρωκοινοβούλιο, είναι θέμα χρόνου να συμβεί και στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ύπαρξη πλήθους μικρών κομμάτων που προσπαθούν να αλιεύσουν στη θάλασσα της οργής και της απελπισίας των Ελλήνων, με δολώματα που έχουν να κάνουν με την πίστη τους, με τη χυδαιότητα της woke ατζέντας, με μπόλικη συνωμοσιολογία, ακόμη και με … εξωγήινους σωτήρες (!).
Ο στόχος κοινός, κι ας μη το καταλαβαίνουν: Η αποφυγή συγκρότησης ενός σοβαρού εθνικού κινήματος, που με υπευθυνότητα πολιτικού λόγου θα μπορούσε να προβάλει ως η ελπίδα του αύριο. Θα το πετύχουν άραγε;
* ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης είναι
Υποψήφιος ευρωβουλευτής με το «Εθνικό Μέτωπο»