του Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
«Όσο τα έθνη μεταμορφώνονται σ᾽ απλές κοινωνίες ανθρώπων τόσο φτωχότερα καταντούν, τόσο δηλαδή λιγότερες απαίτησες ανθρώπων και ορμών μπορούν να ευχαριστήσουν. Και κείνα τα έθνη φτωχαίνουν και καταντούν κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι όλοι ισοπεδώνονται μικραίνοντας και γενάμενοι φιλήσυχοι, χωρίς ορμές πολλές και έντονες, χωρίς πλούτη από νιάτα, δίχως τρέλα και λαχτάρες και καρδιοχτύπια, δίχως τυχοδιωκτική όρεξη, χωρίς λάμψη, χωρίς πολεμική μανία».
Το παραπάνω απόσπασμα από το έργο του Ιωνος Δραγούμη «Όσοι ζωντανοί» αποτυπώνει μια οδυνηρή πραγματικότητα που χαρακτηρίζει όχι μόνο τη σημερινή Ελλάδα, αλλά τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτό διότι οι κοινωνίες των χωρών αυτών χάνουν με γοργούς ρυθμούς το κοινό σημείο αναφοράς τους, που δεν είναι άλλο από την εθνική τους συνείδηση. Τι σημαίνει, αλήθεια, ο όρος κοινωνία, αν μη τι άλλο, από μια πληθυσμιακή ομάδα, τα μέλη της οποίας κοινωνούν σε μια δεξαμενή κοινών αξιών, κοινής καταγωγής, κοινής γλώσσας, κοινής θρησκείας; Ακόμη κι αν συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες έγιναν αιτία κάποια μέλη της να χάσουν θρησκεία ή/και γλώσσα, η συνείδηση της κοινής καταγωγής και κυρίως ο κοινός τρόπος ζωής, στηριγμένος σε ένα κοινά αποδεκτό αξιακό σύστημα, κρατά ζωντανές αυτές τις κοινωνίες, με σημείο αναφοράς τους το έθνος, ως γεννήτορα του κοινού τους εθνικού πολιτισμού.
Αυτό ακριβώς είναι που διακυβεύεται στην εποχή μας. Η επιχειρούμενη άμβλυνση της διαφύλαξης των εθνικών μας χαρακτηριστικών -που σκοπίμως υποβαθμίζεται σε μια διαδικαστική διαχείριση της κρατικής μας υπόστασης- αποσκοπεί ακριβώς στο γκρέμισμα των πυλώνων της εθνικής μας ύπαρξης. «Πρώτα το κράτος τους και ύστερα τον πολιτισμό τους, αυτά έχουν να δημιουργήσουν ομαδικά οι Ελληνες» έγραφε ο Ιων Δραγούμης. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται πως αρκεστήκαμε στη δημιουργία μόνο του κράτους.
Έτσι, ούτε πολιτισμό καταφέραμε να παράγουμε ούτε όμως και να συντηρήσουμε ένα κράτος με εθνικά χαρακτηριστικά, στην υπηρεσία δηλαδή του έθνους μας. Το αποτέλεσμα ήταν η δημογραφική μας συρρίκνωση που έχει φτάσει σε δραματικά επίπεδα, η μετανάστευση των νέων Ελλήνων για αναζήτηση μιας αξιοπρεπούς ζωής στο εξωτερικό και η τελική παράδοση του κράτους σε υπερεθνικούς οργανισμούς για την οικονομική αλλά και αμυντική επιβίωσή του (με το αζημίωτο, φυσικά).
Σε μια τέτοια κατάσταση είναι επόμενο ουσιαστικά να μην υπάρχει «κοινωνία», αφού δεν υπάρχει πια μια κοινά αποδεκτή δεξαμενή αξιών, ενώ όλο και περισσότερο αναπτύσσονται έντονα διαλυτικά χαρακτηριστικά ατομικισμού. Είναι επόμενο και το κράτος να αποκτά αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που κάποια στιγμή είναι αναγκαίο να γίνει επίκληση στην κοινωνική συνείδηση των πολιτών; Τότε έχουμε καταστάσεις είτε ανυπακοής είτε απροθυμίας συμμόρφωσης ή απλής αδιαφορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάσταση που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού.
Δεν είναι τυχαίο το ότι η χώρα μας δεν ακολουθεί άλλες ευρωπαϊκές χώρες στα ποσοστά εμβολιασμού του πληθυσμού της, ευρισκόμενη αρκετά πίσω από άλλες. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό αυτό επιτεύχθηκε με μέτρα που εξανάγκασαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να εμβολιαστούν χωρίς τη θέλησή τους, τότε γίνεται σαφής η διάσταση που υπάρχει μεταξύ πολιτικής και κοινωνικής λειτουργίας του κράτους.
Αυτή ακριβώς η διάσταση καταδεικνύει το επερχόμενο τέλος μιας ηγουμένης μειονότητας, που ουσιαστικά ηγείται πολιτικά του κράτους και αποτελεί το κέντρο λήψεως των όποιων αποφάσεων. Είναι λογικό, μέσα στο περιβάλλον αυτό, όπου έχουμε δει και βιώσει πρωτοφανείς όσο και απεγνωσμένες προσπάθειες αυτής της μειονότητας να παρατείνει τον κύκλο ζωής της, να σχηματοποιούνται και να συστηματοποιούνται καινούργιες μειοψηφίες που φιλοδοξούν να αποτελέσουν τις επόμενες ηγεσίες της χώρας. Αυτές οι μειονότητες είναι ίσως δύσκολο να προσδιοριστούν ακόμη με σαφήνεια και ίσως βρίσκονται ακόμη σε κινηματική μορφή, αλλά ο πόλεμος εναντίον της απερχόμενης έχει ήδη ξεκινήσει. Αυτό που είναι ελπιδοφόρο είναι ότι οι εθνικές αναφορές είναι πολύ έντονες σε πολλές από αυτές. Αυτή είναι προφανώς και η αιτία της έντονης πολεμικής εναντίον τους από αυτούς που φεύγουν. Είναι, όμως, νομοτελειακό: Η καινούργια ηγουμένη μειοψηφία θα κληθεί να αντικαταστήσει άρδην τις δομές της απερχόμενης με καινούργιες, προσαρμοσμένες στο δικό της αξιακό σύστημα. Και θα το κάνει, αργά ή γρήγορα…
** Ο Γιάννης Κουριαννίδης
Είναι Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης
επί κεφαλής της παράταξης «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική» [email protected]