γράφει ο Γιάννης Κουριαννίδης*
Κάθε χρόνο, αυτήν την περίοδο που ανακοινώνονται οι βάσεις εισαγωγής στις σχολές, ανοίγουν διάφορες συζητήσεις για την κατάσταση στην ελληνική παιδεία, για την όλο και προϊούσα απαξίωση του συστήματος εισαγωγής στα πανεπιστήμια κ.λπ. Όλα αυτά, βεβαίως, για λίγες ημέρες. Μετά η συζήτηση καταλαγιάζει και τα προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται…
Ένα από τα προβλήματα αυτά, που υπερβαίνει μάλιστα και τα στενά εκπαιδευτικά όρια, αγγίζοντας ένα σοβαρό εθνικό θέμα, είναι αυτό που αφορά την εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων της Θράκης μας.
Επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου είχε ψηφιστεί νόμος που όριζε ποσόστωση 0,5% βάσει της οποίας μπορεί ένα μουσουλμανόπαιδο από τη Θράκη να εισέρχεται προνομιακά σε όποια σχολή επιθυμεί. Αυτό ήταν κάτι που υποτίθεται πως θα λειτουργούσε ως κίνητρο προκειμένου να μειωθεί η φυγή νέων Ελλήνων μουσουλμάνων στα πανεπιστήμια της γειτονικής Τουρκίας, κάτι που οφείλεται φυσικά στο ότι τα μουσουλμανόπαιδα της Θράκης μας υποχρεώνονται να σπουδάζουν σε μειονοτικά σχολεία, όπου βασικά μαθήματα διδάσκονται στην τουρκική γλώσσα.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση γνωστού μου μουσουλμάνου Πομάκου από χωριό της Ξάνθης, ο οποίος είχε μετοικήσει με τη σύζυγό του προ πολλών ετών στη Βοιωτία, όπου και γεννήθηκαν τα δύο παιδιά τους, τα οποία φυσικά πήγαν τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σε δημόσιο ελληνικό σχολείο της περιοχής. Όταν όμως η επιχείρηση στην οποία εργαζόταν έκλεισε, ο άνθρωπος δεν εύρισκε πια εργασία στην περιοχή και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό του, όπου τα παιδιά του ήταν πλέον αναγκασμένα να πηγαίνουν σε μειονοτικό δημοτικό σχολείο, μη γνωρίζοντας ούτε μία λέξη τουρκικά!
Αυτή και μόνο η περίπτωση, καταδεικνύει ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο το ότι πολλά μουσουλμανόπαιδα ακόμη και σήμερα καταλήγουν στα πανεπιστήμια της Τουρκίας, όσο το γιατί γίνεται αυτό. Πολύ απλά, διότι δεν έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε ένα μουσουλμανόπαιδο να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μίας ελληνικής πανεπιστημιακής σχολής. Τι να την κάνει, δηλαδή, τη δυνατότητα να εισέρχεται λ.χ. στη Νομική Σχολή της Κομοτηνής ή της Θεσσαλονίκης, όταν το επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας περιορίζεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα; Ως αποτέλεσμα, η κατάληξη είναι συνήθως το παιδί να εγκαταλείπει τις σπουδές του απογοητευμένο, αναζητώντας άλλες διεξόδους εκπαίδευσης ή επαγγελματικής αποκατάστασης και έχοντας δαπανήσει πολύτιμα χρόνια της ζωής του άσκοπα.
Από την άλλη πλευρά, έχει αποδειχτεί ότι μουσσουλμανόπαιδα των οποίων οι οικογένειες είχαν τη δυνατότητα να τους παράσχουν την ευκαιρία να σπουδάσουν σε δημόσια ελληνικά σχολεία (συνήθως εγκαταλείποντας τα χωριά τους και μετακομίζοντας στα αστικά κέντρα), είχαν ιδιαιτέρως αξιοσημείωτες επιδόσεις, πέτυχαν σε σχολές που επεδίωκαν, ακόμη και χωρίς τη χρήση του ευεργετικού νόμου, ανταγωνιζόμενα επάξια τους χριστιανούς συνομηλίκους τους!
Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν μία πραγματικότητα: Ότι η «ευεργετική» διάταξη Παπανδρέου έχει αποβεί κενό γράμμα. Έχει δημιουργήσει αιτιολογημένα δυσαρέσκεια στην πλευρά του χριστιανικού πληθυσμού της Θράκης για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα απέτυχε σχεδόν απόλυτα στον σκοπό της.
Ο μόνος τρόπος για να βοηθηθούν ουσιαστικά τα παιδιά των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης μας, στο να σπουδάσουν με αξιώσεις στα ελληνικά πανεπιστήμια, είναι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προς τούτο υποδομές και προϋποθέσεις, δηλαδή να ιδρυθούν στα χωριά τους ελληνικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ώστε να σπουδάζουν σε αυτά τα παιδιά όσων μουσουλμανικών οικογενειών το επιθυμούν. Όλα τα άλλα είναι απλώς προσχηματικά και επιφέρουν τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα.
* Ο Γιάννης Χ. Κουριαννίδης
είναι Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης
«Θεσσαλονίκη πόλη ελληνική»