Άρθρο του Γιάννη Παναγιωτακόπουλου
Τέλη Ἰανουαρίου, πρίν δύο χρόνια. Ἀπό τήν ταράτσα τοῦ Ἀμαλία, καλύπτουμε μέ ἕνα συνεργεῖο τοῦ Al Jazeera Balkans τό δεύτερο μεγάλο συλλαλητήριο τῆς Ἀθήνας, ἐναντίον τῆς συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν. Μαζί μας ἄλλα 5-6 ξένα δίκτυα. Ὅλοι μιλοῦν γιά ἄνω τῶν 700.000 διαδηλωτῶν.
-“Αὔριο φαίνεται ὅτι θά πέσει ἡ κυβέρνηση, ε;”, με ρωτάει ὁ Σέρβος συνάδελφος.
-“Δέν νομίζω”, του κάνω, βρέχοντας το μαντήλι γιά νά τό ξαναβάλω στό πρόσωπο. Ὁ ἀέρας εἶχε ἀρχίσει νά φέρνει τά δακρυγόνα καί πρός ἐμάς. Τό πλῆθος κάτω δέν ἔλεγε νά διαλυθεῖ παρά την ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα καί τήν βροχή.
-“Ἐμεῖς ὅταν κατεβήκαμε 100.000 κόσμος στό Βελιγράδι, ἔπεσε ἡ δικτατορία τοῦ Μιλόσεβιτς”, μοῦ λέει.
-“Ἐδῶ εἴμαστε προτεκτορᾶτο τοῦ ΝΑΤΟ καί τῆς Ε.Ε.”, τοῦ ἀπαντάω. “Καί 10.000.000 κόσμος νά κατέβει στόν δρόμο, θά περάσουν ἀπό τήν βουλή αὐτό πού θέλουν οἱ Ἀμερικάνοι καί οἱ Γερμανοί”…
Καί κάπως ἔτσι ἔγινε. Παρά τά ἑκατομμύρια τῶν Ἑλλήνων πού ἐπί ἕναν χρόνο διαδήλωναν σέ ὅλη την Ἑλλάδα, δέν εἶχαν κἄν τήν εὐθιξία νά κάνουν ἕνα δημοψήφισμα. Διότι ἡ Δημοκρατία εἶναι μία ὡραία λέξη νά τήν πιπιλάμε ὅταν θυμόμαστε ἀγῶνες τοῦ παρελθόντος. Ὄχι νά τήν κάνουμε πράξη ὅταν βρισκόμαστε στήν ἐξουσία…
Ἡ Νέα Δημοκρατία, ἀντιπολίτευση τότε, ψέλησε τήν ἀντίθεσή της τόσο ὅσο νά μήν δημιουργήσει παραπάνω προσκόμματα στήν ἐπικύρωση τῆς συμφωνίας. Ἤθελε νά τελειώνει, προκειμένου νά μήν ἔρθει ἡ καυτή πατάτα στήν δική της διακυβέρνηση. Διαβεβαίωνε ὅτι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νά ἀναλάβει τά ἡνία τῆς χώρας, θά ἀξιοποιοῦσε ὅλα τά ἐργαλεῖα πού τῆς δίνονταν γιά νά καταστήσει τίς Πρέσπες πρακτικά ἄκυρες. Τώρα διαβεβαιώνει μέ κάθε εὐκαιρία, ὅτι παραμένει προσηλωμένη στήν πιστή ἐφαρμογή τῆς συμφωνίας.
Οἱ… σκληροί της γωνίας τοῦ κοινοβουλίου φώναξαν μερικά «προδότες», ἴσα –ἴσα γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τόν ρόλο τους, χωρίς νά προκαλέσουν κι ἄλλη μία σύλληψή τους. Περίμεναν κι αὐτοί ὅτι θά καρπωθοῦν τήν ἀγανάκτηση τοῦ προδομένου λαοῦ στίς ἐκλογές. Τώρα σβήνουν μέρες σέ τοίχους…
Βουλευτές πού ἐξελέγησαν στήν λίστα –οὔτε κἄν μέ σταυρό- ἑνός κόμματος πού εἶχε δέσμευση στό καταστατικό του, τήν μή ἀποδοχή ὁποιουδήποτε ὀνόματος πού νά περιέχει τήν λέξη «Μακεδονία», ἔκριναν ὅτι εἶχαν την «δημοκρατική νομιμοποίηση» νά ψηφίσουν τήν συμφωνία. Ὁ ἀρχηγός τους ἦταν κι ἐκεῖνος ἀπό αὐτούς πού ἤξεραν καλά τί κάνουν. Τώρα ἰδιωτεύει μέ ἐπιτυχημένες ἐπενδύσεις καί δίαιτες…
Κι αὐτός ὁ λαός, πού βρέθηκε σέ πλατεῖες, δρόμους, κατσάβραχα. Ἔφαγε δακρυγόνα, ξυλοκοπήθηκε ἀνηλεῶς ἀπό τους πραιτωριανούς, ἀπειλήθηκε στυγνά ἀπό τούς παρακρατικούς, τώρα ἀναρωτιέται τί ἄλλο θά μποροῦσε νά κάνει γιά νά ἀκουστεῖ.
Κι ἄν ὑπάρχει μία ἀπάντηση, μᾶλλον εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῶν ὅσων συζητάγαμε ἐκείνη τήν μέρα στήν ταράτσα τοῦ Ἀμαλία. Καί ἡ ἀπάντηση στό ξεκάθαρο δίλημμα: Ἤ θά συνεχίσουμε νά ζοῦμε ὥς ὑπήκοοι τοῦ προτεκτοράτου, ἀναμένοντας καί τίς ἑπόμενες ὀλέθριες ἀποφάσεις πού θά μᾶς ἐπιβληθοῦν, ἤ θά ἀποφασίσουμε νά ξαναπάρουμε τήν πατρίδα μας καί τό μέλλον μας στά χέρια μας, ἀπαιτῶντας ἀνυποχώρητα τό δικαίωμά μας νά ἀποφασίζουμε ἄμεσα, χωρίς μεσάζοντες καί κόμματα, γιά τα σοβαρά ζητήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν. Μέσῳ τοῦ μοναδικοῦ θεσμοῦ πού μπορεῖ νά ἐξασφαλίσει τήν λαϊκή κυριαρχία: τῶν Δημοψηφισμάτων.
Ἄν κάτι κερδίσαμε ἀπό τά συλλαλητήρια, ἐκτός τῆς χαρᾶς καί τῆς συγκίνησης νά ξαναδοῦμε τόν λαό μας ἑνωμένο κάτω ἀπό τήν σημαία του, εἶναι τό ξεμπρόστιασμα τῆς ὀλιγαρχικῆς φύσης τοῦ καθεστῶτος. Τό ξεκαθάρισμα τῶν ἐπιλογῶν μας: Ἤ θά μείνουμε ὑπήκοοι τῆς δικτατορίας τῶν ἀγορῶν καί τῶν «θεσμῶν», ἤ θά διεκδικήσουμε τό δικαίωμά μας νά γίνουμε πολῖτες σέ μία πραγματική –δηλαδή σέ μία ἄμεση- Δημοκρατία…