Παρακολουθώ με έκπληξη το τελευταίο διάστημα τη συστηματική προσπάθεια ορισμένων να προωθήσουν βιβλία εκμάθησης της «βλάχικης γλώσσας» που περιέχουν μεταξύ άλλων κείμενα κατανόησης και ασκήσεις παραγωγής γραπτού λόγου. Και όλα αυτά με χρήση όχι απλά της λατινικής αλλά στοιχείων της ρουμάνικης αλφαβήτου! Θέλω λοιπόν να πω στους συμπατριώτες μου βλάχικης καταγωγής ότι αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έμαθαν τα βλάχικα, ας μην έχουν τύψεις και σε κάθε περίπτωση καλό θα ήταν να μην ασχολούνται με τέτοιου είδους βιβλία. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να γράφει και να λέει ότι θέλει αλλά και εμείς έχουμε το δικαίωμα να υπερασπιζόμαστε τα αδιαμφισβήτητα ιστορικά και επιστημονικά δεδομένα που υπάρχουν.
Τα ιστορικά δεδομένα αποδεικνύουν πως στον κεντρικό και βόρειο ελληνικό χώρο αλλά και σε ολόκληρη τη Βαλκανική, για ότι σοβαρό μπορεί να υπερηφανευθεί ο Ελληνισμός, την εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική δραστηριότητα, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα έως την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αυτό οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό στην ουσιαστική συμβολή των Βλάχων. Από τις τάξεις τους προήλθε μεγάλο μέρος των Ορθόδοξων ιεραρχών, των δασκάλων και λογίων, των πολεμιστών του γένους στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία αλλά και πλήθος από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Τα επιστημονικά δεδομένα φανερώνουν ότι η λεγόμενη «βλάχικη γλώσσα», δεν είναι μια ενιαία και «κανονική» γλώσσα. Είναι ένα σύνολο από τοπικές προφορικές διαλέκτους («φαρσεριώτικη», «μετσοβίτικη», «γραμμουστιάνικη» κλπ), που δεν είναι ομογενοποιημένες, διαφέρουν ακόμη και μεταξύ γειτονικών χωριών και διαμορφώθηκαν λόγω της ρωμαϊκής και βυζαντινής λατινοφωνίας στον ελλαδικό χώρο. Λατινοφωνία Ελλήνων μαρτυρείται από την εποχή του Ιωάννη Λυδού, διοικητή της Βαλκανικής και χρονογράφου σύγχρονου του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος αναφέρει ότι «…καίπερ Έλληνας εκ του πλείονας όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή». Όλες αυτές οι διάλεκτοι έχουν περιορισμένο αριθμό λέξεων και δε διαθέτουν αλφάβητο και γραπτή παράδοση αφού σε αντίθεση με άλλες λατινογενείς γλώσσες που έχουν γραπτά γλωσσικά μνημεία από τον 9ο αιώνα, η «κουτσοβλαχική» παραχώρησε τη θέση της στην ελληνική γραμματεία και περιορίστηκε στην προφορική της και μόνο έκφραση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το «Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης» του Κ. Νικολαΐδη (1909) περιλαμβάνει μόλις 6.657 λέξεις από τις οποίες οι 3.650 έχουν ελληνική προέλευση (πολλών η ετυμολογία ανάγεται στους ομηρικούς χρόνους), 2.605 λατινική, 185 σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 67 είναι άγνωστης προέλευσης. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης, η ελληνική γλώσσα -που έχει γραπτή παράδοση 3.500 ετών- με τις διαλέκτους και τα ιδιώματά της διαθέτει σήμερα περισσότερες από 500.000 λέξεις, όσες περίπου και η αγγλική, παγκόσμια γλώσσα με τεράστιο κύρος.
Δεν μπορεί να λέμε ωραία λόγια και παραμύθια στον κόσμο. Κανονική βλάχικη γλώσσα με την έννοια «του συστήματος που κατασκευάζει τις σημασίες σε πραγματικές περιστάσεις επικοινωνίας, δημιουργώντας νοήματα σε συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες», δεν υπάρχει! Ας μη προσπαθούν κάποιοι να την δημιουργήσουν. Τα «βλάχικα» διατηρήθηκαν μόνο για ενδοσυνεννόηση και χρήση στον ιδιωτικό βίο και μεταδίδονταν στους νεότερους προφορικά γιατί οι Βλάχοι σαν Έλληνες ήταν δίγλωσσοι και χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά την ελληνική ως γραπτή γλώσσα για τις διοικητικές, εμπορικές, εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές τους ανάγκες.
Δικαίως θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, μετά απ’ όλα αυτά, είναι κακό να γράψουμε τα «βλάχικα» και να τα διδάξουμε; Η απάντηση είναι όχι, δεν είναι κακό. Αποτελούν ένα πολύτιμο πολιτισμικό στοιχείο που μπορούμε να το καταγράψουμε και να το διατηρήσουμε. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο «αλλά»… Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων έχει δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις σ’ αυτό το «αλλά».
Χρειάζεται να προσεγγίσουμε με ειλικρίνεια αυτό το ζήτημα. Οι απόπειρες εγγραμματισμού των «βλάχικων» με χρήση της λατινικής και η ομογενοποίησή τους, δεν έχουν σχέση με την αλήθεια. Σύμφωνα με τον Σολωμό, ότι είναι αληθές είναι και εθνικό. Δεν αναζητούμε ενόχους. Αναζητούμε τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν για να ορίσουμε τις κόκκινες γραμμές του παρόντος. Γιατί χωρίς κόκκινες γραμμές, τα πράγματα θα γίνονται εύκολα γι’ αυτούς… και δύσκολα για εμάς.
Ο κορυφαίος καθηγητής Εργατικού Δικαίου Αλέξης Μητρόπουλος, ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ναυπλίας Ερμιονίδος Ραφαήλ…
Ο υφυπουργός υγείας, Μάριος Θεμιστοκλέους επισκέφθηκε τα νοσοκομεία της Αργολίδας (χθες 4 Νοεμβρίου) όπου και…
γράφει ο Πολύδωρος Ιππ. Δάκογλου Η χρησιμοποίηση του Ναυπλίου ως σημείου προβολής της κυβερνητικής πολιτικής…
γράφει ο Α.ΛΗΘΙΝΟΣ Ο Γιώργος Τσούρνος είναι ένας ζωντανός μύθος για τον Δήμο Ναυπλιέων και…
O Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε το Ναύπλιον ως φόντο προκειμένου να μιλήσει προς τους Έλληνες…