Το ποίημα της Ρίτας Μπούμη Παπά για τον Ιωάννη Μεταξά, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Καθημερινή” το Σάββατο, 1η Φεβρουαρίου 1941 (σελ.2η). Είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των αισθημάτων των Ελλήνων, ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, για τον κυβερνήτη που έφυγε από την ζωή αφού πρώτα κατέγραψε στην Ιστορία μια απτή απόδειξη της διαφορετικότητας του Λαού μας. Το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου! Μια απόδειξη ότι είμαστε απ’ ευθείας συνέχεια Εκείνων, για τους οποίων οι Λαοί μιλούν με σεβασμό και φθόνο…
ΣΤΟ ΝΕΚΡΟ ΑΡΧΗΓΟ
Σε τόσο μικρό φέρετρο, πως χώρεσε, Προφήτη.
η πελωρία σου ύπαρξη ντυμένη στη θυσία;
Οι ουρανοί μας ξαφνικά, Σου γίνανε χτες σπίτι,
και Σ’ υποδέχτηκε Νεκρό σεμνό η Αθανασία.
Ενώ η απαρηγόρητη Σε προσκυνά λατρεία
δέκα εκατομμυρίων, Αρχηγέ, γονατιστών Ελλήνων,
τα ομηρικά φαντάσματα ξυπνήσανε στην Τροία
να Σε δεχτούν κι οι επικοί νεκροί των Σαλαμίνων.
Ο θάνατός Σου ορφάνεψε όλους μας σε μία μέρα
και την καρδιά μας σαν φωτά ο χωρισμός Σου καίει,
μα πιο πολύ ο φαντάρος μας ορφάνεψε, Πατέρα,
που στα βουνά τώρα σκυφτός στόπλο του πάνω κλαίει.
Ο λαός που τόσο αγάπησες περνά, Αρχηγέ, μπροστά Σου,
τον όρκο που του ζήτησες βουβός να επαναλάβη,
όλη η Ελλάδα στο σεπτό προστρέχει σκήνωμά Σου,
την πίστη για ό,τι εδίδαξες Εσύ, να μεταλάβη.
Τους Μάρτυρές μας των βουνών πήγες να συναντήσης
σαν Μαραθώνειος άγγελος τη Νίκη ν’ αναγγείλης,
για την Ελλάδα στα νεκρά παιδιά μας να μιλήσης
προφητικά όπως σ’ εμάς πεθαίνοντας εμίλεις.
Δεν έλειψες απ’ τις γραμμές του αγώνα μας, Πατέρα,
πέταξες μόνο στο Θεό για να μεσολαβήσης,
γονατιστόν Σε βλέπομε ικέτη στον αιθέρα,
τη Νίκη ν’ αγωνίζεσαι και κεί για να κερδίσης.
Ο Ναός της Νίκης π’ άρχισες να χτίζης τελειώνει,
κι ας ντύθη μαύρα στ’ άγγελμα του απλού Σου του θανάτου
λαμπρός απ’ τη μεγάλη Σου πνοή καθώς ψηλώνει,
το μέγα αγγίζει όραμα του Αρχιτέκτονά του.
«Η Ελλάδα -είπες- ο έρωτας όλων μας κι ο σταυρός μας!»
εκείνην την ιστορική ημέρα του Οκτωβρίου,
και τόδειξες πεθαίνοντας μαχόμενος εμπρός μας,
σεμνέ μας περιφρονητή κι ωραίε, του Μαρτυρίου!
30 Ιαν.1941
ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ ΠΑΠΠΑ
Ἑφημ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»,
Σάββατον, 1η Φεβρουαρίου 1941, σελ.2η.