Σεπτεμβριανά 6 Σεπτεμβρίου 1955: Τα αίσχη των Τούρκων – Ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Πόλης

301

Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, εξ ου και η ονομασία, που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων και των Αρμενίων,  πλην όμως Τούρκων υπηκόων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες. Αφορμή έδωσε μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Αττατούρκ στην Θεσσαλονίκη που αποδείχτηκε στην συνέχεια ότι ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.

Πραγματική αιτία του πογκρόμ αυτού ήταν η εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος, η συγκυρία του οποίου μεθόδευσε την προβοκάτσια, αλλά και η ολοκλήρωση του διωγμού των Ελλήνων από τα πάτρια εδάφη τους. Μετά τη γεννοκτονία του Πόντου και τον ξεριζωμό από την Μικρά Ασία, η Κωνσταντινούπολη έχοντας ισχυρό ελληνικό στοιχείο αποτελούσε εμπόδιο για τους άπιστους νεότουρκους και τα σχέδια τους για ανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Τα «Σεπτεμβριανά» αποτελούν ένα μέρος ενός μακρύ καταλόγου διώξεων κατά αλλοθρήσκων μειονοτήτων που μπορεί να ξεκίνησαν περί τα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πλην όμως εντάθηκαν από την εποχή των Νεοτούρκων και ύστερα.

Οι πρώτες ενδείξεις της επερχομένης θύελλας

Ενώ η κυβέρνηση Μεντερές είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει μια σαφώς πιο εχθρική στάση έναντι της μειονότητος, προβάλλοντας διάφορα προσκόμματα στις ελληνικές κοινότητες, που επιζητούσαν να ανακτήσουν τις χαμένες περιουσίες τους, ξεκίνησε να επεξεργάζεται ένα μέτρο, το οποίο ονομάστηκε «Γενικοί Κανονισμοί». Οι κανονισμοί αυτοί είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν τα μειονοτικά προβλήματα στο σύνολό τους και κρατήθηκαν μυστικοί για καιρό.

Εκείνο όμως που έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στον τύπο και στον τουρκικό όχλο να στραφεί απροκαλύπτως εναντίον των Ελλήνων ήταν η ανακίνηση του Κυπριακού ζητήματος από τον Στρατάρχη Παπάγο το 1954. Με την υποκίνηση της Μεγάλης Βρετανίας η Τουρκία ενεπλάκη ενεργώς στο Κυπριακό ζήτημα, θέτοντας θέμα αν όχι επιστροφής της νήσου στην ίδια, τουλάχιστον διχοτομήσεως, για την προστασία, δήθεν, της μουσουλμανικής μειονότητος, η οποία βαφτίστηκε «τουρκική» και αναβαθμίστηκε σε «κοινότητα».

Με τις ευλογίες της τουρκικής κυβερνήσεως ιδρύθηκαν και ενισχύθηκαν οικονομικά διάφορες «εθνικές» οργανώσεις, που ευρίσκοντο υπό τον άμεσο έλεγχό της. Οι οργανώσεις αυτές επρόκειτο να έχουν ενεργό συμμετοχή σε «λαϊκές» και «αυθόρμητες» διαδηλώσεις υπέρ των Τουρκοκυπρίων και εναντίον των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως. Η κυριότερη οργάνωση ήταν η «Κιbrιs Türktür Cemiyeti» (ΚΤC – Οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» με ιδρυτή τον ντονμέ (=απόγονο εξισλαμισμένων Εβραίων) Χικμέτ Μπιλ.

Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη για τους Έλληνες με την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνος της Ε.Ο.Κ.Α. την 1η Απριλίου 1955. Ο τύπος δημοσίευε εμπρηστικά άρθρα, εστηλίτευε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, επειδή δεν κατεδίκαζε δημοσίως τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις περί δήθεν εράνων που διεξήγαν οι ομογενείς υπέρ των αγωνιζομένων Ελλήνων της Κύπρου και περί επικειμένης γενικής σφαγής που περίμενε τους Τουρκοκυπρίους στις 28 Αυγούστου 1955. Στις 24 Αυγούστου, εξάλλου, ο Α. Μεντερές προέβη σε εμπρηστικές δημόσιες δηλώσεις ενώπιον υπουργών, βουλευτών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων, υιοθετώντας όλα τα μυθεύματα εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και της Κύπρου. Όλα αυτά ήταν επόμενο να εξερεθίζουν έτι περαιτέρω τον τουρκικό όχλο.

Στις 28 Αυγούστου συνέβη ένα γεγονός, το οποίο μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε το προανάκρουσμα των όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας είκοσι Τούρκοι, υπό τα απαθή όμματα της αστυνομίας, όρμησαν και λεηλάτησαν τις εκκλησίες Παναγίας Νεοχωρίου και Αγίων Ταξιαρχών Στένης.

Εν τω μεταξύ είχε συγκληθεί, στις 29 Αυγούστου, στο Λάγκαστερ Χάουζ του Λονδίνου η Τριμερής Διάσκεψη μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδος και Τουρκίας, στην οποία παρέστη τουρκική αντιπροσωπία υπό τον Υπουργό Εξωτερικών Φ. Ρ. Ζορλού.

 Τα προηγηθέντα των γεγονότων της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955

Στις 3 Σεπτεμβρίου η γυναίκα του Τούρκου Προξένου στην Θεσσαλονίκη κάλεσε Έλληνα φωτογράφο και του ζήτησε να φωτογραφήσει τον περίβολο του Προξενείου, το οποίο στεγάζεται δίπλα σε παλιό σπίτι, στο οποίο υποτίθεται ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ. Τις φωτογραφίες τις ζήτησε ως «ενθύμιο», διότι την επομένη επρόκειτο να αναχωρήσει για την Τουρκία.

Τα μεσάνυκτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στον κήπο του τουρκικού Προξενείου, η οποία προκάλεσε μικρές μόνον ζημιές σε υαλοπίνακες στην παρακείμενη «οικία του Κεμάλ». Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε από τις έρευνες που διεξήγαγαν οι ελληνικές αρχές και όπως απεδείχθη αργότερα στην δίκη των πρωταιτίων των γεγονότων το 1961 στην νήσο Yassιada (Πλάτη), μεταφέρθηκε από την Τουρκία από Τούρκο πράκτορα (Έλληνα υπήκοο από την Κομοτηνή) και τοποθετήθηκε από τον Τούρκο κλητήρα του Προξενείου.

Στις 4:00 το απόγευμα η τουρκική εφημερίδα İstanbul Ekspres κυκλοφόρησε σε έκτακτη έκδοση και δημοσίευσε τις φωτογραφίες της συζύγου του Τούρκου Προξένου φρικτά παραποιημένες, εις τρόπον ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι στο σπίτι του πατέρα των Τούρκων είχε σημειωθεί μια τεράστια έκρηξη από βόμβα που είχαν τοποθετήσει οι Έλληνες. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των πρωτοφανούς αγριότητος οργανωμένων ανθελληνικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη, γνωστών με το όνομα «Σεπτεμβριανά του 1955».

Το ανθελληνικό πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955

Μόλις δόθηκε το σύνθημα, ο μαινόμενος τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης και άρχισε να λεηλατεί κάθε τι το ελληνικό. Ασφαλώς, όμως, οι «αγανακτισμένοι» Τούρκοι πολίτες δεν έδρασαν αυθόρμητα. Το σχέδιο είχε σχεδιαστεί προσεκτικότατα και με απόλυτη μυστικότητα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ενώ πολλοί απλοί Τούρκοι ασφαλώς δεν ενέκριναν τα όσα διεπράχθησαν εναντίον των Ελλήνων, εν τούτοις, ουδείς Τούρκος πρόδωσε λεπτομέρειες του σχεδίου σε Ρωμιό φίλο του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου γενικώς και αορίστως ανέφεραν για «κάτι άσχημο που επρόκειτο να συμβεί εκείνες τις ημέρες».

Το σχέδιο είχε αρτιότατα οργανωθεί, αφού μέρες ή και εβδομάδες πριν στρατολογήθηκαν άτομα από την Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη – εκτός των Κωνσταντινουπολιτών Τούρκων, μεταφέρθηκαν με σιδηροδρόμους, ταξί, λεωφορεία και πλοία, εφοδιάστηκαν με ρόπαλα, αξίνες, λοστούς, βενζίνη, δυναμίτιδα, ενώ παρεσχέθη στους επίδοξους ταραχοποιούς τροφή και κατάλυμα για μία ή δύο ημέρες. Ακόμη συντάχθηκαν οι κατάλογοι των επικείμενων στόχων σε κάθε συνοικία και σημαδεύτηκαν την κατάλληλη στιγμή τα ελληνικά κτήρια. Τέλος, εκπαιδεύτηκαν οι αστυνομικοί και στρατιώτες με πολιτικά που θα ελάμβαναν μέρος στη λεηλασία και θα κατηύθυναν το πλήθος, ενώ αργότερα θα έπαιζαν τον ρόλο των ειρηνοποιών.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της 12 Αυγούστου 2008 της εφημερίδας Ραντικάλ, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης είχαν οργανωθεί από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου (Özel Harp Dairesi), το οποίο αποτελούσε τον μηχανισμό, που είχε στηθεί από το ΝΑΤΟ για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου.

Οι πρώτες συγκεντρώσεις και ομιλίες ξεκίνησαν κατά τις 4:30 το απόγευμα, ενώ οι πρώτες ταραχές πρέπει να ξεκίνησαν γύρω στις 5:30. Φυσικά, η ώρα ενάρξεως των τουρκικών επιθέσεων εποίκιλλε από συνοικία σε συνοικία. Επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων και των περιουσιών τους έλαβαν χώρα και στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και στις νήσους Χάλκη και Πρίγκηπο, από Τούρκους που μεταφέρθηκαν εκεί με πλοιάρια.

 Με στρατιωτική πειθαρχία κινούμενος ο τουρκικός όχλος, ο οποίος ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα, κινήθηκε κατά παντός του ελληνικού. Μέσα σε εννέα περίπου ώρες (διότι σε πολλά σημεία οι βανδαλισμοί συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου μετά τα μεσάνυκτα) καταστράφηκαν ολοσχερώς 1004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι σε 2 κοιμητήρια, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στην Μονή Βουλουκλή.

Επίθεση δέχτηκαν και ένας μικρός αριθμός αρμενικών και εβραϊκών περιουσιών, ορισμένες αρμενικές εκκλησίες και μια εβραϊκή συναγωγή.

Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε δύο περίπου χιλιάδες υπολογίζονται από τους κύκλους της ομογενείας οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200.

Ιδιαίτερο μίσος επεδείχθη κατά των ιερωμένων, αφού πολλοί απ’ αυτούς ξυλοκοπήθηκαν αγριότατα, άλλοι γυμνώθηκαν και διαπομπεύθηκαν, εξαναγκαζόμενοι να φωνάζουν: «Η Κύπρος είναι τουρκική», ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι σε κάποιο ιεροδιάκονο έγινε αναγκαστική περιτομή. Ο Επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος και ο ηλικιωμένος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, ενώ ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος παρεφρόνησε από τους ξυλοδαρμούς και ύστερα από λίγο χρόνο απεβίωσε.

Η οικονομική πτυχή των ταραχών

Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική οικονομική δραστηριότητα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού τα σπίτια και οι περιουσίες των περισσότερων Ελλήνων και τα ιδρύματα της ομογένειας λεηλατήθηκαν. Χιλιάδες Έλληνες έμειναν κυριολεκτικώς μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, αφού στα σπίτια τους καταστράφηκαν με πρωτοφανή μανία ή εκλάπησαν τα πάντα• από οικιακά σκεύη και τρόφιμα μέχρι κρεβάτια, καναπέδες και ακριβά κοσμήματα. 8.700 περίπου άτομα έμειναν άνεργα, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν είχαν καταστραφεί.

Αν και οι πρώτες εκτιμήσεις τουρκικών και ξένων τραπεζών μιλούσαν για ζημιές της τάξης του ενός ή δύο δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών, τον Φεβρουάριο του 1956 η τουρκική κυβέρνηση μείωσε κατά πολύ το ποσό, υπολογίζοντας τις συνολικές ζημιές σε 69.578.744 λίρες Τουρκίας, δηλ. περίπου 25 εκατομμύρια δολάρια.

 Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπολόγισε ότι μόνο οι ζημιές που υπέστησαν οι εκκλησίες ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια της εποχής. Βρετανοί διπλωμάτες υπολόγισαν τις ζημιές σε περίπου 200 εκατομμύρια δολλάρια, ενώ σύμφωνα με εκτίμηση της ελληνικής κυβερνήσεως οι ζημιές ανήρχοντο σε 500 εκατομμύρια δολλάρια. Ο Γάλλος συγγραφέας και καθηγητής στην Σορβόννη Francois Crouzet στο βιβλίο του Le Conflit de Chypre (Η διένεξη της Κύπρου) υπολογίζει τις ζημιές σε 300 εκατομμύρια δολάρια της εποχής, δηλαδή πολύ περισσότερα του ενός δισεκατομμυρίου σημερινών (2008) δολαρίων.

Από το ποσό που υπολόγισε και ενέκρινε η τουρκική κυβέρνηση κατέβαλε τελικώς ποσό μικρότερο των 10 εκατομμυρίων Λ.Τ., και μάλιστα ύστερα από πολλούς μήνες, όταν η αξία της τουρκικής λίρας είχε υποτιμηθεί δραματικά. Δηλαδή, δόθηκαν αποζημιώσεις μικρότερες του 1% της αξίας των καταστροφών. Πάρα πολλοί δικαιούχοι δεν εισέπραξαν καμμία απολύτως αποζημίωση, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις επιχειρηματιών που, ενώ έχασαν τα πάντα – και άρα είχαν ζημιά την χρονιά εκείνη – υποχρεώθηκαν να πληρώσουν και φόρο κερδών.

Η ανύπαρκτη αντίδραση της ελληνικής Κυβέρνησης

Η αντίδραση της Ελληνικής Κυβερνήσεως στα γεγονότα της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955 υπήρξε από χλιαρή έως ανύπαρκτη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, νοσούσε βαρύτατα και ουσιαστικώς η κυβέρνηση ήταν ακέφαλη. Από την άλλη, υπήρξαν έντονες συμμαχικές πιέσεις, ιδίως από τον Αμερικάνο Υπουργό Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες, ο οποίος κάλεσε και τις δύο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να συμφιλιωθούν.

Μετά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία στις 6 Οκτωβρίου 1955 και την αποχή της Ελλάδος από γυμνάσια του Ν.Α.Τ.Ο. στην Μεσόγειο, η Άγκυρα υποχρεώθηκε να αποδώσει μια στοιχειώδη ηθική ικανοποίηση στην Ελλάδα. Στις 24 Οκτωβρίου τίμησε σε ειδική τελετή στο στρατηγείο του Ν.Α.Τ.Ο. στην Σμύρνη την ελληνική σημαία, την οποία ύψωσε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών. Ταυτόχρονα με την έναρξη των ανθελληνικών γεγονότων στην Κωνσταντινούπολη, ο τουρκικός όχλος στην Σμύρνη επετέθη και κατέστρεψε το εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, που λειτουργούσε στο στρατηγείο του Ν.Α.Τ.Ο. για τις ανάγκες των Ελλήνων αξιωματικών, λεηλάτησε τα σπίτια τους, ενώ προπηλάκισε αρκετούς απ’ αυτούς.

 Η αντιμετώπιση των επεισοδίων από την τουρκική δικαιοσύνη

Μετά τις ανθελληνικές ταραχές η τουρκική κυβέρνηση προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη της οργανώσεως των επεισοδίων σε «κομμουνιστές πράκτορες», ενώ η αστυνομία συνέλαβε 3.151 άτομα. Τελικώς, παρέμειναν υπό κράτηση τεσσάρων έως έξι μηνών 17 άτομα: εννέα μέλη της Kιbrιs Türktür, έξι φοιτητές και δύο συντάκτες της İstanbul Ekspres. Στην δίκη που ακολούθησε δικάστηκαν και έξι μέλη του παραρτήματος Σμύρνης της Kιbrιs Türktür. Στις 24 Ιανουαρίου 1957 το ποινικό δικαστήριο Κωνσταντινουπόλεως αθώωσε και τους 23 κατηγορούμενους.

Η τύχη των πρωταιτίων του πογκρόμ

Από τα μέλη της κυβερνήσεως Μεντερές, συμμετοχή στην διοργάνωση του ανθελληνικού πογκρόμ φαίνεται να είχαν, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι Μαχμούτ Τζελάλ Μπαγιάρ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ρουστού Ζορλού, Υπουργός Εξωτερικών, Ναμίκ Γκεντίκ, Υπουργός Εσωτερικών, Ετχέμ Μεντερές, Υπουργός Αμύνης και Φαχρεττίν Κερίμ Γκιοκάυ, βαλής (κυβερνήτης) της Κωνσταντινουπόλεως.

 Στις 27 Μαΐου 1960 ομάδα αξιωματικών υπό τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ κατέλαβε την εξουσία και οδήγησε σε δίκη 592 μέλη και συνεργάτες του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλοί απ’ αυτούς δικάστηκαν σε περισσότερες της μιας δίκες. Μια από τις σημαντικότερες δίκες ήταν αυτή για το Πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955. Ο Γκεντίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος. Οι Μπαγιάρ και Ετχέμ Μεντερές δεν δικάστηκαν καθόλου για την συμμετοχή τους στην διοργάνωση του πογκρόμ, ενώ ο Κιοπρουλού αθωώθηκε. Ο Γκιοκάυ απλώς στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ένοχοι ευρέθησαν μόνον οι Μεντερές και Ζορλού, γι’ αυτό και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 6 ετών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για άλλη, πολύ πιο ασήμαντη υπόθεση, αυτή της καταχρήσεως κεφαλαίων, ο Μεντερές καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών και 2 μηνών. Αν και οι Αντνάν,  Μεντερές  και Ζορλού καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών και απαγχονίστηκαν στην νήσο Ιμραλί τον Σεπτέμβριο του 1961, εκείνο που εβάρυνε στην θανατική καταδίκη τους ήταν οι κατηγορίες για παραβίαση του Τουρκικού Συντάγματος.

Οι Τούρκοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης, ο θυρωρός του Προξενείου που τοποθέτησε την βόμβα και ο φοιτητής Οκτάυ Εγκίν που μετέφερε την βόμβα στην Θεσσαλονίκη αθωώθηκαν. Ο Εγκίν αργότερα διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Κρατικής Ασφαλείας και αργότερα Νομάρχης στην Νεάπολη (Nevşehir) της Καππαδοκίας.

Ο πρόεδρος του Σωματείου «Η Κύπρος είναι Τουρκική» Χικμέτ Μπιλ κατέθεσε στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας. Αργότερα απεστάλη από την τουρκική κυβέρνηση ως ακόλουθος τύπου στην Τουρκική Πρεσβεία στην Βηρυτό.