Έρχονται καιροί βιβλιοφάγοι …και εκείνες αγρόν ηγόραζον…

70

Για το βιβλίο δεν εξαγγέλθηκε κανένα έργο υποδομής

Εννιά μήνες τώρα, η ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού δεν έχει δώσει κανένα δείγμα ενδιαφέροντος για το ελληνικό βιβλίο. Και αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό στη σημερινή συνθήκη αφού δεν υπάρχει καν φορέας για να υλοποιήσει την όποια δημόσια πολιτική, εθνική ή ευρωπαϊκή. Η ΝΔ κατάργησε το ευέλικτο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου πριν από επτά χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόλαβε να ψηφίσει το νόμο για ένα αναβαθμισμένο και εκσυγχρονισμένο Κέντρο Βιβλίου και Πολιτισμού, και η σημερινή υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δείχνει από καιρό αποφασισμένη να ασκήσει πολιτική με αποκλειστικό εργαλείο την αρχαία κληρονομιά.

Η προχθεσινή (2/4/2020) βαρύγδουπη αναγγελία της ότι διαθέτει 15 εκατ. ευρώ «για την τόνωση και ενίσχυση της ανθεκτικότητας του Σύγχρονου Πολιτισμού και των δημιουργών του, με ολοκληρωμένο Σχέδιο Αναπτυξιακών Μέτρων και Νέων Δράσεων», δεν είναι παρά ένα πυροτέχνημα. Ένα χαρτζιλίκι που θα μοιραστεί σε 18(!) εκφάνσεις του πολιτιστικού γίγνεσθαι και δεν αρκεί ούτε για να σώσει κανέναν ούτε φυσικά για να δώσει αναπτυξιακές ή άλλες προοπτικές. Θα ακολουθήσουν, λέει, και άλλες χρηματοδοτήσεις, όμως μην ξεχνάμε ότι τον Τακτικό Προϋπολογισμό του ΥΠΠΟΑ εξακολουθεί να τον απορροφά η Πολιτιστική Κληρονομιά, όπως και τα ΕΣΠΑ.

Ειδικά πάντως για το βιβλίο, δεν εξαγγέλθηκε κανένα έργο υποδομής. Η κ. Μενδώνη υπόσχεται πλατφόρμα με ψηφιακούς τίτλους παιδικής λογοτεχνίας, ενίσχυση διαδικτυακών δράσεων φιλαναγνωσίας για την «υποστήριξη συγγραφέων και ηθοποιών-αναγνωστών», δημιουργία ψηφιακού υλικού – πρωτοβουλίες δηλαδή που έχουν ήδη πάρει μεμονωμένοι εκδότες, ηλεκτρονικά περιοδικά, η Εταιρεία Συγγραφέων και, κυρίως, η Εθνική Βιβλιοθήκη. Υπόσχεται επίσης πρόγραμμα μεταφράσεων, χωρίς άλλη διευκρίνιση, και «επανασχεδιασμό με δυναμικό τρόπο» της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, για να γίνει, λέει, πιο «εξωστρεφής και αποτελεσματική». Μάλλον θα της διέφυγε ότι η περσινή ΔΕΒΘ (9-13/5/2019), με κεντρική θεματική το «Ρόλο του πλήθους στη Λογοτεχνία και στην Ιστορία» και τιμώμενη τη λογοτεχνία των ισπανόφωνων χωρών, είχε 60.000 επισκέπτες και έκανε ρεκόρ με 500 εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν 900 ομιλητές. Επίσης, ότι προσέλκυσε 50 συγγραφείς από τη διεθνή σκηνή, και ότι 290 εκδότες έβαλαν τη σφραγίδα τους στον κύριο όγκο των εκδηλώσεων. Οι συμμετοχές διεθνών ονομάτων ήταν τριάντα το 2017, σαράντα το 2018, και τον Μάιο του 2020 θα ξεπερνούσαν τους πενήντα.

Ούτε όμως και η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως έχει δείξει να ευαισθητοποιείται σχετικά με τις δημόσιες βιβλιοθήκες που έχει στην ευθύνη του το Παιδείας. Δεν έχει επικοινωνήσει ούτε καν με την Εθνική Βιβλιοθήκη η οποία έχει ανασκουμπωθεί για να προσαρμόσει τα παιδικά προγράμματά της σε ένα δίκτυο 234 δραστήριων βιβλιοθηκών, για την εξ αποστάσεως πλέον, εξοικείωση των παιδιών με τον κοινωνικό ρόλο του βιβλίου.

Με άλλα λόγια, τα αρμόδια υπουργεία συμπεριφέρονται προς το βιβλίο σαν να είναι ένα σκέτο εμπόρευμα και όχι ένα πολιτιστικό-κοινωνικό αγαθό. Κι αυτό καθιστά τον κλάδο ιδιαίτερα ευάλωτο.

«Η πίεση που δεχόμαστε είναι τερατώδης»

Οι μήνες μετά τις Γιορτές και μέχρι το Πάσχα ήταν ανέκαθεν μήνες όπου οι εκδοτικές μηχανές δούλευαν στο φουλ για απαιτητικά, «πιο δύσκολα», βιβλία και για τη σοδειά του καλοκαιριού, μήνες επίσης τακτικής επαφής των συγγραφέων με τα κοινά τους σε ποικίλες εκδηλώσεις. Χαρακτηριστική η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης (ΔΕΒΘ) η οποία τα τελευταία χρόνια ανέβασε κατακόρυφα το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού για τους δρόμους του βιβλίου, της σκέψης, της ανάγνωσης, της κοινωνικο-πολιτικής δράσης. Τώρα η 17η ΔΕΒΘ μετατέθηκε στα τέλη του Οκτώβρη και η ατμόσφαιρα εμφανίζεται πολύ μουδιασμένη.

«Στην αρχή το κλίμα ήταν βαρύ στον κόσμο του βιβλίου. Πολλοί νιώθαμε ότι τίποτα δεν μπορούσε να είναι τόσο σημαντικό όσο η υπόθεση του κορονοϊού», σχολιάζει ο Κώστας Σπαθαράκης των εκδόσεων «Αντίποδες». «Ποια βιβλία να μιλήσουν γι’ αυτή τη συνθήκη παρά τα κλασικά… Έτσι, πολλοί από εμάς –ακόμα και οι αυστηρά προγραμματισμένες εκδόσεις «Πόλις»– σταματήσαμε να κυκλοφορούμε νέους τίτλους. Αρκετούς, μάς έχει καταλάβει ένα αίσθημα πρόωρης γήρανσης, σαν να μην συντονιζόμαστε με την εποχή… Το διαπιστώνω κι ας συνεχίζω τις επιμέλειες στα υπό έκδοση βιβλία μας. Βλέπω ολόκληρο το σύστημα να αναδιατάσσεται προς την κατεύθυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου. Οπότε εκδότες και αναγνώστες θα χρειαστούμε πιο πολλές και πιο ειδικές υπηρεσίες από τα on line βιβλιοπωλεία. Αν όμως χαθεί ο «πάγκος» του βιβλιοπωλείου, το ξεφύλλισμα και η συζήτηση με τον βιβλιοπώλη, πολύ φοβάμαι πως το μεγάλο κοινό θα απομακρυνθεί από την ανάγνωση της λογοτεχνίας. Κι αν συνεχιστούν για πολύ τα περιοριστικά μέτρα, θα καταρρεύσει το δίκτυο του βιβλίου: οι εξωτερικοί συνεργάτες των εκδοτικών οίκων, όπως οι μεταφραστές, οι επιμελητές, οι διορθωτές αλλά και οι τυπογράφοι και οι βιβλιοδέτες, οι διανομείς, κι από κοντά οι μικροί εκδότες και τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Ήδη η πίεση που δεχόμαστε είναι τερατώδης. Σε λίγο, μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις θα μπορούν να αντέξουν…»

(απόσπασμα από άρθρο της Μικέλας Χαρτουλάρη, που δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΕΠΟΧΗ)

Ολόκληρο το άρθρο: http://epohi.gr/sos-erxontai-kairoi-vivliofagoi/