της Βάλιας Καραμάνου
Κατά την διάρκεια μιας παλιάς περιπλάνησης χειρογράφου μου σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, εντύπωση μου έκανε ο κοινός τόπος των απαντήσεων. Ευγενέστατες όλες, δεν λέω, και προσωποποιημένες (δηλαδή επικοινωνία με τηλεφώνημα και όχι ένα απρόσωπο e mail), αλλά όλες κατέληγαν στο ίδιο σημείο: καλογραμμένο μεν αλλά δεν εντάσσεται σε κάποια από τις εκδιδόμενες κατηγορίες. «Δεν είναι καλό αυτό;» απαντούσα με ερώτηση για να λάβω την απάντηση πως «μπερδεύονται οι ναγνώστες τους».
Όσο το σκέφτομαι, τόσο παραδέχομαι πως έχουν «δίκιο». Σε μια κοινωνία που θεωρείται υπέρτατο προσόν ν’ ανήκει κάποιος σε μια συγκεκριμένη «κατηγορία», πως θα μπορούσαν να διαφέρουν και τ’ αναγνώσματά της; Τι διαβάζεις; τίθεται συχνά το ερώτημα. Ως προς τον όγκο: μυθιστόρημα, διηγήματα, νουβέλα, ποίηση; Ως προς το είδος: κοινωνικό, ρομαντικό, τρόμου, αστυνομικό, φαντασίας, κλπ. Το ερώτημα μπορεί να τεθεί και συνδυαστικά. Το κακό είναι πως ακόμα και στα διαβάσματά μας δεν ξεφεύγουμε από τα στερεότυπα, δεν περιδιαβαίνουμε τις διαχωριστικές γραμμές από τα λίγα οικεία σε μας κι ας μας περιορίζουν.
Δυο σκέψεις περνούν από το μυαλό μου:
- Πρώτον: Η λογοτεχνία είναι ενιαία, δεν έχει όρια, αλλά ζει μέσα σε ένα δεμένο αρμονικά σώμα. Ένα κείμενο, όταν έχει λόγο ύπαρξης και είναι καλογραμμένο, συγκινεί και αφορά όλους μας- ανεξάρτητα το είδος στο οποίο ανήκει. Ποιος δεν έχει συγκινηθεί από τα λόγια του Τίτου Πατρίκιου, ακόμα και αν ελάχιστοι διαβάζουν ποίηση;
«Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.»
- Δεύτερον: Οι ταλαντούχοι λογοτέχνες, που είναι λίγοι συγκριτικά με τους εκδιδόμενους, δεν ανήκουν σε κατηγορίες. Αποτελούν οι ίδιοι ξεχωριστές κατηγορίες. Όπως για παράδειγμα το μυστηριώδες σύμπαν της Ζυράννας Ζατέλη. Σε ποια άραγε κατηγορία εμπίπτουν οι λύκοι της, οι μυστηριώδεις ανεμοστρόβιλοι που αρπάζουν τους θνητούς , ο δικός της αέρας; Ανένταχτη, ξεχωριστή, άκρως γοητευτική.
- Τρίτον: οι υπόλοιποι συγγραφείς, καλό είναι να μην ακολουθούμε συνταγές και στερεότυπα, που καθιστούν τα κείμενά μας κλισέ και κοινότοπα. Η μόδα περνά, τα είδη των αναγνωστικών προτιμήσεων επίσης. Η κάθε εποχή έχει το δικό της ζητούμενο και κινδυνεύουμε να γίνουμε πασέ σε μια τόσο ρευστή πραγματικότητα που αλλάζει ταχύτατα και σε μια αγορά που καταρρέει.
Στο τέλος, μένει ό,τι είναι αληθινό, πηγαίο και μας αρέσει να γράφουμε. Ίσως τότε αγγίξει έστω ελάχιστους αναγνώστες και μείνει μέσα τους κάτι από την ιστορία μας, όταν η μόδα περάσει στο επόμενο εμπορεύσιμο είδος. Αυτό άλλωστε δεν είναι και το ζητούμενο; Να αφήσουμε ένα ίχνος, άλλη μια ερώτηση προς απάντηση. Κάτι που βασανίζει εμάς και θα βασανίσει και τον αποδέκτη. Και ναι, στο τέλος- αν είμαστε ικανοί- δεν θα τον τέρψει ούτε θα τον διασκεδάσει απλώς , αλλά θα ανοίξει έστω μια μικρή ρωγμή στα στερεότυπά του, στην περιχαρακωμένη καθημερινότητά του. Θα τον ξεβολέψει.