γράφει ο Γρηγόρης Ηλιόπουλος
Ειλικρινά σου ζητώ συγγνώμη, γιατί σε αδίκησα…
Σε αδίκησα, γιατί πίστευα ότι σ’ ενδιέφερε μόνο η καφετέρια και το ποδόσφαιρο…
Αργότερα σ’ αδίκησα, γιατί νόμιζα ότι το ενδιαφέρον σου στρέφεται μόνο στο νέας τεχνολογίας κινητό και το άραγμα…
Σε αδίκησα, γιατί δεν μπορούσα να δω, ότι μέσα σου έβραζες…
Κι έβραζες περισσότερα από μένα κι από άλλους, που -ευτυχώς- κρατάνε ακόμα μια σπίθα της Γης των Φυλών μας…
Σε αδίκησα, γιατί κακώς -κάκιστα- νόμιζα, ότι η Πατρίδα για σένα, είναι μόνο τα δικαιώματα…
Σε αδίκησα, γιατί δεν μπόρεσα να δω τι κρύβεις μέσα σου… πόσο πονάς…
Και πονάς σίγουρα περισσότερο, γιατί εσύ είσαι το αύριο…
Ένα ”αύριο”, που εγώ στο έπλασα, μέσα στην διαστρεβλωμένη γνώση και στην δανεισμένη ευμάρεια…
Μέσα στο κάλπικο σήμερα και στο παραχαραγμένο χτες…
Σε αδίκησα ΜΕΓΑΛΕ μικρέ, γιατί δεν περίμενα ότι θα ξαναδώ την πάλη της δεκαετίας του ’70, να ζωντανεύει…
Κι όμως ρε φίλε μικρέ…
Κι όμως, εσύ ήρθες σήμερα κι έγινες ο δάσκαλός μου…
Ξημέρωσε η σημερινή και μ’ έκανες να δακρύσω…
Είδα ένα παιδάκι να φωνάζει, να απαιτεί, να μάχεται…
Να περπατά περήφανα στον δρόμο και να συνθλίβει την απογοήτευση που ήταν στην ψυχή μου…
Έβλεπα ένα ποτάμι νεολαίους και μικρές Κυρίες, να μου φωνάζουν βουβά εκείνο, που μου είχε πει ο -συγχωρεμένος πλέον- Γιάννης:
«από σας βρε μικρέ, περιμένει δικαίωση η Πατρίδα κι ο νεκρός μαχητής μας»…