της Βάλιας Καραμάνου
Ίσως να είμαι η τελευταία που θα έπρεπε να εκφέρει σχετική γνώμη, γιατί είμαι οπαδός της μικρής φόρμας. Λατρεύω τα διηγήματα και δυσανασχετώ μπροστά σε ογκώδη βιβλία, όσο μεγαλώνω. Όσο για την γραφή μου; Πάντα καταλήγει σε διήγημα ή νουβέλα. Η σκέψη και μόνο να μακρηγορήσω με εξαντλεί. Το ίδιο μου συμβαίνει και στην διδασκαλία. Η διαρκής μέριμνά μου ήταν ανέκαθεν να γεμίσω τον διδακτικό χρόνο, καθώς αυτός μου έφτανε και με το παραπάνω για να καλύψω την ύλη και απορούσα με συναδέλφους που για μήνες ασχολούνταν με το θέμα μιας μόνο ενότητας.
Όλα τα παραπάνω με καθιστούν υποκειμενική στην πεποίθησή μου πως η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πάσχει από φλυαρία. Ως προς την πεζογραφία τουλάχιστον, γιατί διαθέτουμε ιδιαίτερα αξιόλογη ποίηση. Τόμοι, τούβλα, χειρόγραφα εκατοντάδων σελίδων κατακλύζουν απειλητικά την αγορά. Και το φαινόμενο αυτό δεν οφείλεται μόνο στους συγγραφείς που συχνά παραληρούν, αλλά και στους εκδότες. Μερικοί από αυτούς θέτουν ως όρο έκδοσης συγκεκριμένο αριθμό λέξεων και ελάχιστοι εκδίδουν διηγήματα ή νουβέλες. Έχουν «καντάρι» που ζυγίζει την λογοτεχνία ως σακί με πατάτες. Φταίνε επιπρόσθετα και οι αναγνώστες που αγοράζουν βιβλία ως αποθέματα συντροφιάς. Να βγάλουν μέρες, εβδομάδες μαζί τους, όπως τα μηνιαία ψώνια από το σούπερ μάρκετ.
Στο σημείο αυτό να πω πως εξαιρούνται κάποια είδη γραφής, όπως η επιστημονική φαντασία ή η επική φαντασία – για παράδειγμα- που πλάθουν ολόκληρους κόσμους που απαιτούν πλήθος σελίδων για να ξεδιπλωθούν. Τα παραμύθια της Χαλιμάς, ας πούμε, χρειάστηκαν χίλιες και μια νύχτες να ξεδιπλωθούν, χωρίς να καταντήσουν βαρετά ή να «ξεχειλώσουν».
Για τα περισσότερα όμως είδη λόγου, η αλήθεια βρίσκεται στα λόγια ενός φίλου επιμελητή: «Ο Έλληνας συγγραφέας έχει δυο πατάτες, λίγο ψάρι και ένα καρότο στην κουζίνα του. Αντί να φτιάξει μια νόστιμη ψαρόσουπα για δυο άτομα, προσθέτει άφθονο νερό και φτιάχνει ένα νεροζούμι για πολλούς». Τριλογίες, τετραλογίες και βάλε ξεδιπλώνονται για ιστορίες που θα είχαν ειπωθεί όμορφα σε λίγες σελίδες.
Μια ιστορία που θα καθηλώσει τον αναγνώστη και θα την θυμάται για καιρό πρέπει να έχει ρυθμό, να μην κάνει «κοιλιές», να μην χάνεται σε δαιδαλώδεις ελιγμούς αμέτρητων προσώπων και να είναι σφιχτή, συμπαγής. Να μην περισσεύει τίποτα, να κόβει την ανάσα του αναγνώστη. Δύο πρόσωπα αρκούν για να πλαστεί μια ιστορία, συχνά και ένας μονόλογος μπορεί να είναι δυνατός ως έργο. Αν δεν είμαστε στην κατηγορία του Ντοστογιέφσκι λοιπόν, οφείλουμε να γράφουμε με πειθαρχία, σύστημα και πρόγραμμα. Η έμπνευση μπορεί να πλανάται για χρόνια μέσα στο μυαλό μας, αλλά η υλοποίηση δεν γίνεται με ουίσκι, τσιγάρο και facebook ανοιχτό ταυτόχρονα.
Και μην ανησυχείτε, κανείς δεν ξεχνά μια νόστιμη «ψαρόσουπα». Μπορεί να ξεπεράσει κάποιος το γεγονός πως ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε μια μέρα σαν σιχαμερό έντομο, ακόμα και αν αυτό περιγράφεται σε νουβέλα; Πιστέψτε με, κανείς, για παραπάνω από έναν αιώνα. Ο Μάιλς και η Φλώρα στο «Στρίψιμο της Βίδας» επίσης θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν τα όνειρά μας, όσα χρόνια και αν περάσουν. Μια δυνατή σκηνή, μια ανορθόδοξη ιδέα, ένα πρόσωπο ή απλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι αυτή που φυλακίζεται μέσα στον αναγνώστη ως ανάμνηση από μια ιστορία. Κάτι σαν δυνατή γροθιά που κρατά δευτερόλεπτα αλλά μας πονάει για καιρό.