Η σφαγή 24 αθώων στις Λίμνες Αργολίδας από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ, στις 20 Αυγούστου

1233

Αυτή είναι η τελευταία ομαδική σφαγή στην Αργολιδοκορινθία το καλοκαίρι της φωτιάς, με πολλές φριχτές λεπτομέρειες, όπως το κανιβαλικό λυντσάρισμα ενός πατέρα με 3 αγόρια του (ένα τέταρτο και η σύζυγός του εσφάγησαν).

Όλα αυτά έγιναν στο ιστορικό Αγιονόρι, όπου μιά γερόντισσα, αυτόπτης τότε μάρτυρας, μου είπε:
«…νά, ἐδῶ στεκόμουνα, μέ τή μάνα μου. Ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν, δίψαγε καί φώναζε. Παρακαλοῦσε: – «Χριστιανοί, λίγο νερό!». Ἡ μάνα μου μέ ἔστειλε καί ἔφερα μ᾽ ἕνα κατσαρολάκι, ἀλλά ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς μοῦ τό πέταξε.
– «Φύγε ἀπό κεῖ μωρή, πού θά τούς δώσεις νερό!», μοῦ εἶπε…».

Αυτό είναι κτυπητό παράδειγμα της «ηθικής ανωτερότητας» της Αριστεράς σε όλο της το μεγαλείο!

Ακολουθούν μικρά Αποσπάσματα από το έργο μου «ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ελεύθερος Μωριάς 1943-44», Τόμος Β΄.

(Λόγω πολλών ειδικών συνθηκών, γύρω από τη συγκεκριμένη μαζική σφαγή, η περιγραφή της μαζικής σφαγής, μαζί με τη δίκη των ενόχων που έγινε στο Ναύπλιο το 1945, καταλαμβάνει 35 σελίδες στο βιβλίο).

«…Μιά ἑβδομάδα μετά τή σφαγή τῶν 23 Μιδεατῶν, στούς ὁποίους περιλαμβάνονταν παιδιά, γυναῖκες καί μιά ἀνάπηρη κοπέλα, τό μένος τῆς Ἀριστερᾶς ἐναντίον αὐτῶν πού θεωροῦσε «ἀντίδραση» ἐκδηλώθηκε στίς γειτονικές Λίμνες. Ὁ ἀριθμός τῶν θυμάτων στίς Λίμνες ἦταν 24, σχεδόν ὁ ἴδιος μέ αὐτόν στή Μιδέα. Δέν γνωρίζω ἄν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς γνωστῆς ποσόστωσης τοῦ Θεόδωρου Ζέγκου ἤ ἀπό σύμπτωση ἡ «ἀντίδραση» στά δυό χωριά εἶχε ἴδιο μέγεθος.

Ὅπως συνέβη καί στή Μιδέα, συγχωριανοί τῶν θυμάτων ὄχι μόνον ἀπεφάσισαν ποιοί νά σφαγοῦν, ἀλλά συμμετεῖχαν σέ ὅλη τή διαδικασία τῆς τελετουργικῆς σφαγῆς. Ἔλαβαν μέρος στίς συλλήψεις, στή φρούρηση, στόν ξυλοδαρμό τῶν θυμάτων, στή ληστεία τῶν προσωπικῶν εἰδῶν τους (τῶν ρούχων τους, χρυσαφικῶν, δαχτυλιδιῶν, ρολογιῶν, κ.λπ.), στόν ὄχλο πού ἔβριζε τά θύματα, στή συνοδεία ὥς τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, στή σφαγή καί τέλος στό πλιάτσικο τῶν σπιτιῶν καί τῶν κοπαδιῶν τους. […]

Τό δράμα ἄρχισε νά ἐκτυλίσσεται ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς 19ης Αὐγούστου. Οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ ΕΑΜ κάλεσαν ὅσα ἀπό τά θύματα βρῆκαν στά σπίτια τους, νά παρουσιαστοῦν στό γραφεῖο τοῦ τοπικοῦ ΕΑΜ γιά νά ἀκούσουν ὁμιλία διαφώτισης. Ὅσους παρουσιάστηκαν στό κάλεσμα -περίπου 15 ἄτομα- τούς συνέλαβαν, τούς ἔδεσαν καί τούς φυλάκισαν στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ. Μερικοί δέχτηκαν καί τό πρῶτο τους ξυλοκόπημα, ἐνῶ ἄλλοι μαστιγώθηκαν!» […]

Μεταξύ αὐτῶν πού συνελήφθησαν τή δεύτερη ἡμέρα, εἶναι καί ἡ τραγική περίπτωση τῆς Μαρίνας Μπάρμπα, τό γένος Πίτσιου με το ενός έτους μωρό της. Ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ πατέρα της ἡ ΟΠΛΑ εἶχε συλλάβει τούς γονεῖς της καί τόν ἀδελφό της Κωνσταντῖνο, πατέρα 6 παιδιῶν. […]
Τό μωρό τό παρέδωσε σέ μιά θεία της καί ἐπέζησε. Εἶναι ὁ Βασίλης Ἀναστασίου Μπάρμπας, κάτοικος Λιμνῶν. Σέ μιά ὑπερβολική ἔκφραση βαρβαρότητας, ὁ Γεώργιος Οἰκονόμου ζητοῦσε μέ ἐπιμονή νά ἐκτελεσθεῖ καί τό μωρό. Στή διάρκεια τῆς διαμάχης του μέ τόν Παπαψωμᾶ, γιά τήν ἐκτέλεση τοῦ μωροῦ, τοῦ εἶπε καί τό ἑξῆς:
«ὅπου πάει ἡ γίδα, πάει καί τό κατσίκι της!».

«Μιά ἄλλη τραγική περίπτωση μεταξύ τῶν κρατουμένων, ἦταν αὐτή τοῦ νεαροῦ γιατροῦ Νικόλαου Λαδῆ, κατοίκου Λιμνῶν καί μέ καταγωγή ἀπό τή νῆσο Κάρπαθο.
Ὁ γιατρός ἐξυπηρετοῦσε τά χωριά Ἁγιονόρι, Μιδέα, Λίμνες καί Ἀραχναῖο.
Νωρίτερα, ἕνα τμῆμα ἀνταρτῶν τοῦ ΕΛΑΣ εἶχαν φάει κεφαλοτύρι στό χωριό Στεφάνι καί στήν ἑπόμενη στάση τους στό Ἁγιονόρι, εἶχαν παρουσιάσει ὅλοι ὀξεία δηλητηρίαση.
Ὁ Λαδῆς τούς ἔδωσε νά κατάπιοῦν τριμμένα ξυλοκάρβουνα, τά ὁποῖα ἀπορρόφησαν τό δηλητήριο καί οἱ ἀντάρτες ἔγιναν ὅλοι τους καλά.
Ὅταν τόν ὁδήγησαν στό κρατητήριο στίς Λίμνες, ὁ γιατρός εἰς μάτην ὑπενθύμησε στά στελέχη αὐτήν τή σημαντική προσφορά του στόν ΕΛΑΣ.
Ἡ ἀπάντηση πού ἔλαβε, ἦταν νά τοῦ δώσουν ἕνα γερό μαστίγωμα, ὅπως ἦταν δεμένος χειροπόδαρα!». […]

«Ἡ τελευταία πράξη βίας πρός τούς κρατούμενους, λίγο πρίν δεθοῦν μέ χοντρή τριχιά γιά τήν τελική πορεία πρός τόν Γολγοθᾶ τους, ἦταν τό πλιάτσικο ἀπό ὅ,τι πολύτιμο ἤ χρήσιμο εἶχαν μαζί τους. Οἱ συντοπίτες τους Λιμνιάτες τούς πῆραν δαχτυλίδια, ρολόγια, ἄλλα χρυσαφικά, χρήματα, ἀναπτῆρες καί τά ροῦχα πού φοροῦσαν!» […]

«Λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό, ἕνα νεαρό παιδί, ὁ Χρῆστος Νότης, ἀδυνατισμένος ἀπό κάποια ἀσθένεια πού ὑπέφερε καί τήν εἰκοσιτετράωρη ταλαιπωρία, ἔπεσε καί ἀδυνατοῦσε νά περπατήσει.
Ἕνας ἀπό τούς σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ, ὁ χασάπης Κοῦρος, τοῦ ἔκοψε τόν λαιμό ἐμπρός στά μάτια ὅλων καί εἰδικότερα τῶν γονέων του καί τῶν ἄλλων τριῶν ἀδελφῶν του.

Ἡ σορός του ἐγκατελείφθη ἐκεῖ, στό μέσον τοῦ δρόμου, στό ἔλεος τῶν ἀγριμιῶν καί τῶν σκύλων. Σέ λίγη ἀπόσταση, ἔσφαξαν καί τή μάνα του γιά νά ἀπαλλαγούν ἀπό τόν θρήνο της…» […]

«Στον τόπο του μαρτυρίου, ξεχώρισαν πρῶτα 4 Νοταίους, τόν πατέρα μέ τά 3 ἀγόρια του, καί τούς ὁδήγησαν λίγο μακρύτερα. Τούς 13 πού ἀπέμειναν, πρῶτα τούς ἔγδυσαν ἀπ᾽ ὅτι ροῦχα δέν τούς εἶχαν πάρει στό κρατητήριο, στίς Λίμνες.
Στή συνέχεια, τούς ἔπαιρναν δυό-δυό λίγο ἀπόμερα, κοντά σ΄ ἕνα χαντάκι, γιά τήν «ἀνάκριση». Εκεί, οἱ χασάπηδες τούς ἔσφαζαν καί τούς ἔριχναν στό χαντάκι.» […]

«..Τούς 4 Νοταίους τους οδήγησαν στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγιονορίου. Ἦταν πλέον πρωΐ, γύρω στίς 7 μέ 8 ἡ ὥρα. Κτύπησαν τήν καμπάνα τῆς ἐκκλησίας γιά νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ, ἀπό παιδιά μέχρι τούς γέροντες.

Ὁ «υπεύθυνος» τοῦ ΕΑΜ Ἁγιονορίου ἔβγαλε λόγο γιά τή «δικαιοσύνη τοῦ ΕΑΜ» καί γιά τό «πώς τό ΕΑΜ τιμωρεῖ τούς προδότες». Κατηγόρησε τούς 4 δεμένους καί ἡμίγυμνους Νοταίους ὅτι κατέδωσαν στούς Γερμανούς τούς γείτονές τους στά βοσκοτόπια Σκουρταίους ἀπό τό Ἁγιονόρι ὡς ἀντάρτες. Φυσικά, δέν παρουσίασε καμία ἀπόδειξη γι᾽ αὐτήν τή βαριά κατηγορία. Τό μόνο στοιχεῖο πού τούς καταμαρτυροῦσαν ἦταν τό γεγονός ὅτι οἱ Γερμανοί δέν πείραξαν τούς Λιμνιάτες Νοταίους, ἐνῶ ἐκτέλεσαν τούς γείτονές τους Ἁγιονορίτες Σκουρταίους.

Μετά τά λόγια, ἦρθαν τά ἔργα. Δόθηκε τό σύνθημα νά λυντσαρισθοῦν οἱ 4 κρατούμενοι. Τούς ἔβγαλαν στό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καί ὁ ὄχλος πού εἶχε δημιουργηθεῖ καί κραύγαζε ἤδη «Θάνατος», «Θάνατος», «Θέλουμε αἷμα», ἔπεσε ἐπάνω τους. Μέ ξύλα, μέ πέτρες, μέ μαχαίρια, μέ γροθιές καί κλωτσιές κτυποῦσαν τά θύματα μέχρι πού ὅσοι συμμετεῖχαν κόρεσαν τό πάθος τους. Στήν ἐπίθεση καί τό λυντσάρισμα τῶν κρατουμένων, πού συνέχιζαν νά εἶναι δεμένοι, πρωτοστάτησαν μερικές Ἁγιονορίτισσες. Ἡ μάνα δυό νεκρῶν καί 2-3 χῆρες θυμάτων τῶν Γερμανῶν.

Ἐνῶ συνεχιζόταν ἀπό μερικούς ἡ δημόσια κακοποίηση τῶν Νοταίων, κάποιος ἀπό τούς ἡγέτες τῶν Λιμνῶν κάλεσε τόν Γεώργιο Νότη νά σφάξει τόν πατέρα του καί τά δυό του ἀδέλφια. Ἄν δεχόταν, τοῦ εἶπαν, ὅτι θά τοῦ χάριζαν τή ζωή. Ὁ νέος ἀρνήθηκε, κλαίγοντας. Προτίμησε τόν θάνατο, παρά νά γίνει πατροκτόνος καί ἀδελφοκτόνος…» […]
«..Μετά τήν ἄρνηση τοῦ Γεωργίου Νότη, ἡ σφαγή ἀνατέθηκε σέ ἐπαγγελματία χασάπη.

Τό κεφαλόσκαλο τῆς ἐκκλησίας ἔγινε ὁ βωμός τῆς θυσίας, σέ μορφή γκράν γκινιόλ. Ἕναν-ἕναν τούς 4 Νοταίους τούς πήγαιναν στόν χασάπη Δημήτρη Κοῦρο, πού στεκόταν στό κεφαλόσκαλο τῆς ἐκκλησίας καί ἐκεῖνος τούς ἔκοβε τήν καρωτίδα. Ἀπό τό αἷμα πού ἀνάβλυζε, μερικοί ἄλειψαν τά πρόσωπά τους. Κάποιες ἀπό τίς χῆρες τῶν θυμάτων τῶν Γερμανῶν καί λίγες ἀκόμη γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, ἤπιαν μέ τίς χοῦφτες τους αἷμα!

Σέ μιά ἐπίσκεψή μου στό Ἁγιονόρι τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2015, ρώτησα μιά γερόντισσα πού βρῆκα μπροστά ἀπό τήν ἐκκλησία ἄν ἦταν παροῦσα στό λυντσάρισμα καί τί θυμᾶται: «…ναί, ἐδῶ στεκόμουνα, μέ τή μάνα μου. Ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν, δίψαγε καί φώναζε. Παρακαλοῦσε: – «Χριστιανοί, λίγο νερό». Ἡ μάνα μου μέ ἔστειλε καί ἔφερα μ᾽ ἕνα κατσαρολάκι, ἀλλά ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς μοῦ τό πέταξε.
– «Φύγε ἀπό κεῖ μωρή, πού θά τούς δώσεις νερό!», μοῦ εἶπε…». […] Ἕνας κοντούλης τούς ἔσφαξε…» (σ.σ. Αἰσθάνθηκα ἄβολα καί ἀπέφυγα νά ζητήσω τό ὄνομα τῆς ἡλικιωμένης γυναίκας, ἀλλά ἡ μαρτυρία της δόθηκε παρουσία καί ἄλλης γυναίκας τοῦ χωριοῦ, σχετικά νεώτερης καί δέν εἶχα λόγο νά ἀμφιβάλω γιά τήν εἰλικρίνειά της).

«..Ὅταν τούς ἔσφαξαν ὅλους, ἕνας τῆς ΟΠΛΑ -μᾶλλον ὁ καπετάν Κοσμᾶς- τούς ἔριξε τή «χαριστική βολή». Οἱ τρεῖς ἀπό τούς τέσσερις Νοταίους ξεψύχησαν καί ἔμειναν ἀκίνητοι. Ὁ τέταρτος, ὁ Θεοδόσης Νότης, δέν ἔλεγε νά πεθάνει. Τοῦ ἔριξαν καί δεύτερη «χαριστική βολή», ἀλλά πάλι τίποτε. Οἱ σοροί τῶν 3 νεκρῶν καί ὁ ἡμιθανής Θεοδόσης μεταφέρθηκαν ἐπάνω σέ σκάλες, πού πῆραν τή θέση φορείων καί ρίχτηκαν σ᾽ ἕνα ξεροπήγαδο λίγο πιό κάτω ἀπό τό χωριό, στά δυτικά του. Ὅλες οἱ μαρτυρίες συμφωνοῦν ὅτι τόν Θεοδόση τόν ἔριξαν μέσα ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ζωντανός. «Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θοδόσης, ἦταν παλληκάρι…», μοῦ εἶπε μέ μεγάλη συγκίνηση, ὁ ἀδελφός του Ἠλίας Νότης 68 χρόνια ἀργότερα!».

«..Μαρτυρία τοῦ Ἠλία (Λιάκου) Νότη*, ἀπό τίς Λίμνες, ὁ ὁποῖος ἀπολύθηκε από τους σφαγείς τήν τελευταία στιγμή: «…Ἦρθαν στό σπίτι μας κάποιοι ἀπό ἐδῶ τό χωριό καί ζήτησαν τόν πατέρα μου καί τ᾽ ἀδέρφια μου. Ἡ μάνα μου, μέ ἔστειλε ἐκεῖ πού εἴχαμε τά πρόβατα νά πῶ στόν πατέρα μου νά ἔρθει στό χωριό. Ὅταν μέ εἶδε αὐτός πού πῆγα, θυμᾶμαι πού μοῦ εἶπε:
– «Τί νέα ρέ Λιάκο ἀπό τό χωριό;».
– «Μοῦ εἶπε ἡ μάνα νά πᾶτε στό χωριό, γιατί ἤρθανε στό σπίτι καί σᾶς ζητᾶνε».
– «Στό σπίτι, στό χωριό πάει ὁ κόσμος, ἤ στά βουνά;», λέει ὁ πατέρας μου.
Ἦταν ἐκεῖ καί ὁ ἀδερφός μου ὁ Γιάννης, δύο μέτρα ἄντρας, εἶχε πολε¬μήσει στήν Ἀλβανία.
– «Μαζέψτε τα», λέει τότε ὁ πατέρας μου, «τά πράματα, νά ἀνέβουμε πάνω κατά τό βουνό τοῦ Ἅϊ Γιωργιοῦ, κατά τ᾽ Ἁγιονόρι, νά μήν εἴμαστε μέσ᾽ τό δρόμο καί νά βλέπουμε ἀπό μακριά».
Ἐκεῖ πού μαζεύαμε τά πράμματα νά φύγουμε -αὐτά τά θυμᾶμαι σάν νά ἦταν χθές, δέν μοῦ ἔχουνε φύγει- πάπ δυό ἀντάρτες, ἔρχονται.
Δυό ἀντάρτες ξένοι κι ἕνας Λιμνιάτης.
– Ποιοί ἦταν;
– Ἔ, τώρα, ποιοί ἦταν! Ἔχουν πεθάνει πιά! Ἄστους… Αὐτούς τούς στείλανε ἄλλοι ἀπό ἐδῶ, ἀπό τό χωριό. Ὁ Μαλλιάτας (σ.σ. ο φοιτητής ιατρικής τότε Γεώργιος Παπαψωμάς) , ὁ Μπάτος (σ.σ. ὁ Γεώργιος Οἰκονόμου), αὐτοί. Τούς λέγανε, «πηγαίνετε φέρτε αὐτούς». Αὐτοί πού ἤρθανε δέν διατάζανε.
– Τήν Ὀργάνωση ποῦ τήν εἶχαν; Σέ τίνος τό σπίτι;
– Σέ ποιό σπίτι; Σέ ὅποιο ἤθελαν!
Ἔμπαιναν μέσα καί σοῦ λέγανε: «Ἐσύ τώρα στό ὑπόγειο!». Κάνανε ὅτι θέλανε. Ποιός τολμοῦσε νά μιλήσει; Σκοτώνανε κάθε μέρα. Εἴχανε γεμίσει τά ρέμματα ἐδῶ οἱ Μιδεάτες (Γκερμπεσιῶτες)!
Πῆραν τόν πατέρα μου.
– «Νότη, ἔλα στό χωριό γιά μιά ἀνάκριση. Δέν εἶναι τίποτα», τοῦ εἶπαν. Τά ἄλλα ἀδέρφια μου ἦταν ἐδῶ στό χωριό, τά εἶχαν πιάσει. Τά εἶχαν βάλει μέσα. Ἔμεινα ἐγώ μέ τόν ἀδελφό μου τόν Γιάννη μέ τά πρόβατα. Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς ἀργότερα ἐδῶ στό χωριό. Βρίσκουμε ὅτι εἶχαν πιάσει τόν πατέρα μου μέ τά ἄλλα μου ἀδέρφια καί τή μάνα μου. Μᾶς καλοῦνε κι ἐμᾶς νά ρθοῦμε ἐδῶ, στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ. Τόν δένουν (σ.σ. τόν ἀδελφό του Γιάννη) καί μέ μιά κλωτσιά τόν ρίχνουν μέσα μέ τούς ἄλλους. (Στό σχολεῖο τό παλιό τοῦ χωριοῦ, ὄχι τό καινούργιο). Ἐκεῖ είχανε κι ἄλλους, καμιά εἰκοσαριά νοματαίους.

Ἦταν ἐκεῖ πιά ἡ μάνα μου, τό γένος Γεώργα, ὁ πατέρας μου καί τά 4 ἀδέρφια μου. Ὁ Γιάννης, ὁ Θεοδόσης, ὁ Γιώργης καί ὁ Χρῆστος. Ὁ Γιώργης ἤτανε στήν Ὀργάνωση τοῦ ΕΑΜ, τοῦ ΕΛΑΣ πρίν.
– Ἐσύ ποῦ ἤσουν τότε; Πῶς δέν σέ πήρανε;
– Μέ πῆγαν καί μένα ἐκεῖ στό σχολεῖο.
Ἐκεῖ καθόνταν οἱ καπεταναῖοι ἀπό ἐδῶ. Ὁ Ψωμᾶς (ὁ Μαλλιάτας), ὁ Μπάτος (ὁ Οἰκονόμου) μέ κοιτάζει ἔτσι…[…]
Στό σχολεῖο ἐμένα μοῦ λέει ἐκεῖ ὁ καπετάνιος, «κάτσε μέσα». Στό τέλος πού δένανε καλά τούς ἄλλους νά τούς πάρουν γιά νά τούς σκοτώσουν. Γιατί μέχρι τότε δέν μέ εἴχανε δέσει ἐμένα. Ἔμπαινα καί ἔβγαινα. Πετάγεται τότε ἕνας ἄλλος ἐκεῖ καί τοῦ λέει:
– «Δέν τό ἀφήνουμε τοῦτο; Μικρό παιδί, νά πάρει ὁ διάολος, μήν τό σκοτώσουμε καί τοῦτο».
– «Ἄϊντε στό σπίτι σου», μοῦ λένε. «Καί νά μήν βγεῖς ἔξω, νά κάτσεις μέσα».
Ἦρθα ἐδῶ καί λέω στούς παπποῦδες, «τούς ἄλλους τούς πήρανε γιά σκοτωμό!». […]
– Γιά πέστε μου κ. Νότη, αὐτοί πού τούς σκότωσαν ἀπό ἐδῶ, τιμωρήθηκαν; Ἀπό τό κράτος, ἀπό τούς Χίτες;
– Νά σοῦ πῶ, τούς ἀρχηγούς τούς πῆγαν στό δικαστήριο, στ᾽ Ἀνάπλι καί τούς καταδικάσαν σέ θάνατο.
– Αὐτοί ποῦ ἔσφαζαν, τί γίνανε; Τούς ξέρεις, ποιοί ἦταν;
– Λέγανε ὅτι ἦταν 2 χασάπηδες ἀπό τό Ἄργος (σ.σ. ἐννοεῖ τόν Δημήτριο Κοῦρο καί τόν Κώστα Χαύτα), κάποιος Τσέκας (σ.σ. πρόκειται γιά τόν σφαγέα τῆς ΟΠΛΑ ἀπό τίς Λίμνες Γεώργιο Μελέτη), ὁ Μπάτος (ὁ Γ. Οικονόμου). Δέν ξέρω. Τόν ἕναν τόν σκότωσαν (σ.σ. τόν Κοῦρο). Ὁ ἄλλος, ἔριξε φαίνεται λεφτά καί γλύτωσε (σ.σ. ἐννοεῖ τόν Χαύτα). Ἄνοιξε καί χασάπικο στό Ἄργος!)».
[…]
Γιά τή μαζική σφαγή τῶν Λιμνιωτῶν ἔγινε δίκη στό Κακουργιοδικεῖο τοῦ Ναυπλίου ἀπό 19 μέχρι 30 Νοεμβρίου 1945. Κατηγορούμενοι ἦταν 53 ἄτομα. Ἐξ αὐτῶν, οἱ 40 ἦταν παρόντες καί οἱ ὑπόλοιποι 13 δικάστηκαν ἐρήμην τους.
Ἡ ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου. Ἐκ τῶν 40 παρόντων κατηγορουμένων τό κακουργιοδικεῖο ἐπέβαλε τήν ποινή τοῦ θανάτου σέ 18, κάθειρξη 20 ἐτῶν σέ 14, ἐνῶ ἀπήλλαξε 8. Ἀπό τούς 13 δικαζομένους ἐρήμην, στούς 6 ἐπεβλήθη ἡ ποινή τοῦ θανάτου, ἐνῶ γιά τούς ὑπόλοιπους 7 τό δικαστήριο διέταξε νά γίνει νέα δίκη, μέ τό δικαιολογητικό ὅτι δέν εἶχαν κληθεῖ νόμιμα. Μεταξύ αὐτῶν πού ἀπηλλάγησαν ἦταν ὅλες οἱ γυναῖκες, ἀκόμη καί ἐκεῖνες πού κατηγοροῦνταν γιά συμμετοχή σέ λυντσάρισμα. […]
Ἀπό τούς καταδικασθέντες σέ θάνατο ἀρκετοί ἀπέφυγαν τήν ἐκτέλεση, μέ κτυπητά παραδείγματα τόν Γεώργιο Παπαψωμᾶ, τόν (δάσκαλο) Παναγιώτη Παπασωτηρίου, τόν καπετάν Κοσμᾶ, τόν Γεώργιο Ἀθ. Παπαμιχαήλ καί τόν Κωνσταντῖνο Χαύτα! Ένας που δεν απέφυγε τον θάνατο ήταν ο Ανδρέας Φρούσιος (Γραβιάς), το πλέον υψηλόβαθμο στέλεχος μεταξύ των κατηγορουμένων, ως γραμματέας ΕΑΜ Αργολίδος.

Ἀπό τούς καταδικασθέντες σέ 20ετή κάθειρξη, μερικοί ἀποφυλακίστηκαν πρίν περάσουν δυό χρόνια στή φυλακή. Οἱ περισσότεροι ἦταν ἐλεύθεροι πρίν συμπληρώσουν δεκαετία, εἴτε λόγω μέτρων ἀποσυμφόρησης τῶν φυλακῶν ἤ χάριτος πού ἐφήρμοζαν διάφορες κυβερνήσεις ἀπό τό 1946 καί μετά.

Μόνο μερικοί ἀπό τούς καταδικασθέντες σέ θάνατο, πού ἡ ποινή τους μεταβλήθηκε σέ ἰσόβια, ἔμειναν στή φυλακή μέχρι τό 1964. Τότε ἀπελευθερώθηκαν μέ τήν Γενική Ἀμνηστία τῆς κυβέρνησης τοῦ Γεωργίου Παπανδρέου. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ὁ φοιτητής τῆς Ἰατρικῆς Παπαψωμᾶς, πού ἐπανῆλθε στό πανεπιστήμιο, ἀπεφοίτησε καί ἄσκησε τό ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ στήν Κόρινθο γιά πολλά χρόνια.

(*) Στις έρευνές μου για τα γεγονότα της Κόκκινης Τρομοκρατίας του 1943-44 στην Πελοπόννησο, και του Παιδομαζώματος στην Μακεδονία και την Ήπειρο, έχω ακούσει δεκάδες ψυχοφθόρες μαρτυρίες, στις οποίες οι αφηγητές είχαν δυσκολία να μιλήσουν λόγω συγκίνησης, αλλά και εγώ να τις ακούσω με στεγνά μάτια. Στη μνήμη μου ξεχωρίζουν 4 ως οι πιό δύσκολες. Μία μεταξύ αυτών είναι και αυτή με τον Ηλία (Λιάκο) Νότη από τις Λίμνες, της οποίας μικρό απόσπασμα παρουσίασα εδώ. Είναι ολόκληρη στο βιβλίο.

(από το Facebook του Ioannis Bougas )