Αγνώστου   πατρός

117
Βάλια Καραμάνου

της Βάλιας Καραμάνου

Βρίσκομαι εν μέσω παρουσίασης και συζητώ με φίλο-βιβλιόφιλο. Η κουβέντα στρέφεται σε δυο ονόματα ταλαντούχων νέων συγγραφέων. Ο φίλος μου με ξαφνιάζει την εξής δήλωση: «είναι πολύ καλοί, αλλά δεν τους έχω διαβάσει ακόμα, λόγω της αλαζονείας τους». Αμέσως συνειδητοποιώ πως το ίδιο έχω κάνει κι εγώ με διαρκείς αναβολές του τύπου «δεν προλαβαίνω τώρα, ίσως να το κάνω αργότερα στις διακοπές». Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχω σταματήσει να διαβάζω άλλοτε αγαπημένους συγγραφείς λόγω της παρουσίας τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: είναι πάντα παρόντες/ παντογνώστες, άνετοι χιουμορίστες με όλους και όλα,  ποζάρουν διαρκώς με τα βιβλία τους, «λιβανίζουν» κολακευτικά τους κριτικούς λογοτεχνίας  και  στέλνουν στο πυρ της κολάσεως τους αντιγνωμούντες.

Στο νου μου έρχεται εκείνο το άρθρο (χωρίς να θυμάμαι συντάκτη) που ισχυρίζεται πως ο συγγραφέας «έχει πεθάνει» από την στιγμή που εκδίδει το έργο του και το υιοθετεί πια το αναγνωστικό κοινό. Πόσο δίκιο είχε! Στην Ελλάδα δυστυχώς ισχύει το αντίθετο: τα βιβλία χρησιμοποιούνται ως μέσα προβολής των δημιουργών. Συχνά έχω την εντύπωση πως όλο αυτό το γράψιμο γίνεται για το πανηγυράκι των ατελείωτων και ατελέσφορων παρουσιάσεων που θα ακολουθήσουν. Και ναι, είναι ουσιαστικά ατελέσφορες, γιατί τελικά δεν παίζει και τόσο μεγάλο ρόλο το πόσοι φίλοι μας ή συγγενείς θα έρθουν στις παρουσιάσεις μας, αλλά πόσοι από τους αγνώστους εκεί έξω θα απλώσουν το χέρι για να το πάρουν στα χέρια τους από το ράφι του βιβλιοπωλείου και κατόπιν από στόμα σε στόμα (όχι μέσα από λίστες και επιτηδευμένες κριτικές) θα διαδοθεί και στους υπόλοιπους.

Τα βιβλία τελικά είναι δημιουργήματα αγνώστου πατρός. Ένας άνθρωπος πλάθει και διατυπώνει ερωτήματα μέσω μιας ιστορίας και κατόπιν οι αναγνώστες δίνουν  τις δικές τους απαντήσεις ή εγείρουν με τη σειρά τους  κι άλλα δικά τους ερωτήματα. Διακόσιοι άνθρωποι αν διαβάσουν το ίδιο έργο θα το βιώσουν με τον καθαρά προσωπικό τους τρόπο, ξεφεύγοντας τελικά μακριά από τους αρχικούς προβληματισμούς του συγγραφέα. Αυτός είναι ο σκοπός άλλωστε, να γίνει το βιβλίο το μέσο για το προσωπικό μας «ταξίδι».

Προκειμένου να γίνει αυτό εφικτό όμως  δεν θα έπρεπε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ο χαρακτήρας, οι συνήθειες ή ο τρόπος ζωής του συγγραφέα. Συχνά, εξαιρετικά δημιουργήματα της λογοτεχνίας παράγονται από περιθωριακούς ή αντικοινωνικούς τύπους, έρμαια των ψυχαναγκασμών τους και όχι κοσμικούς/ κοινωνικά αποδεκτούς κυρίους ή κυρίες. Δεν χρειάζεται να τους συμπαθούμε καν, ίσα ίσα η συμπάθεια και η φιλία μας εμποδίζουν να προσεγγίσουμε ανεπηρέαστοι ένα έργο.

Βέβαια, η αλήθεια είναι πως μια και  η έκδοση ενός βιβλίου είναι εμπορική πράξη υπόκειται στην μάστιγα του κάθε facebook και γενικά της υπερπροβολής μέσω ανάλογων δικτύων. Το μυστικό βρίσκεται στην ελεγχόμενη έκθεση του δημιουργού αναγκαστικά μέσω των σύγχρονων μέσων προβολής. Σε έναν ιδανικό κόσμο τα βιβλία δεν θα είχαν καν εξώφυλλα, παρά μόνο το όνομα του συγγραφέα, την φίρμα του εκδοτικού και τον τίτλο. Αυτά θα ήταν υπεραρκετά για τον αναγνώστη. Ζώντας όμως στην εποχή της εικόνας τα πράγματα αναγκαστικά αλλάζουν.

 Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να μην ανακατεύουμε «φιλίες», προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες στα έργα μας. Ας διατηρούμε χαμηλό προφίλ, έχοντας πάντα στο μυαλό μας πως μόνο ο μέσος αναγνώστης θα πληρώσει για ν’ αγοράσει το βιβλίο μας, ενώ ο επιφανής κριτικός το λιγότερο που θα κάνει θα είναι να το λάβει δωρεάν από εμάς ή τον εκδοτικό μας οίκο, αν αποφασίσει τελικά  ν’ ασχοληθεί μαζί του.

Πάνω απ’ όλα ας θυμόμαστε πως τα έργα τέχνης συνολικά δεν έχουν δημιουργούς, ανήκουν σε όλους τους αποδέκτες όλων των εποχών. Το ίδιο και τα βιβλία, είναι «παιδιά αγνώστου πατρός».