του Ιστορικού και συγγραφέως Γιάννη Μπουγά
Χρεώνουν αντιπάλους με ανύπαρκτα εγκλήματα, αποσιωπούν τα δικά τους χιλιάδες ειδεχθή εγκλήματα, και υπερτονίζουν τη συμμετοχή τους σε θετικά γεγονότα!
Ένας που έχει δαιμονοποιηθεί με μυθεύματα των αριστερών για τη δράση του, και έχει χρεωθεί με εγκλήματα στα οποία δεν είχε συμμετοχή είναι ο Βαγγέλης Μαγγανάς, αρχηγός μεγάλης παραστρατιωτικής οργάνωσης αντικομμουνιστών στη Μεσσηνία, Λακωνία και Αργολιδοκορινθία.
Ένα παράδειγμα είναι το παρακάτω.
Ο γνωστός καπετάνιος του ΕΛΑΣ και του «ΔΣΕ» Αρίστος Καμαρινός του χρεώνει τη δολοφονία ενός εγκληματία φυγόδικου καπετάνιου της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ, του γεωπόνου Δημήτρη Πιρπιρή.
Γράφει ο Καμαρινός για τον Πιρπιρή: «… Τόν δολοφόνησαν συμμορίτες τον Μαγγανά τόν Ιούνη του 1945, στήν Τσούτενα Τριφυλλίας”.
Ο Μαγγανάς δεν είχε την παραμικρή σχέση με το γεγονός αυτό.
Τα πραγματικά περιστατικά τους τέλους του Πιρπιρή μαζί με δύο ακόμη φυγόδικων περιγράφονται στο έργο μου «ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΜΝΗΜΕΣ 1940-45» ως εξής:
«…Στά βουνά της ορεινής Τριφυλίας περιφερόταν παράνομος καί ο Δημήτρης Πιρπιρής, ένα από τά πλέον εγκληματικά μέλη της ΟΠΛΑ Γαργαλιάνων καί μετά του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας.
Ο Πιρπιρής είχε ξεκινήσει από τήν ηγεσία της ΟΠΛΑ Γαργαλιάνων, συνυπεύθυνος γιά πολλά εγκλήματα στήν πόλη καί στή γύρω περιοχή. Εν συνεχεία τόν συναντούμε σέ όλα τά τραγικά γεγονότα του 1943-44 στή Μεσσηνία.
Ήταν ο πολιτικός υπεύθυνος στή μάχη της Λεύκης τόν Οκτώβριο 1943.
Στόν Μελιγαλά, σύμφωνα μέ τόν Ηλία Θεοδωρόπουλο, ήταν αυτός πού επέβλεψε τά εκτελεστικά αποσπάσματα στήν Πηγάδα.
Στή μάχη των Γαργαλιάνων συμμετείχε ως καπετάνιος του 9ου συντάγματος Μεσσηνίας του ΕΛΑΣ. Μετά τή μάχη, ήταν επικεφαλής των ανδρών του συντάγματος πού δοκίμασαν νά κόψουν τήν οδό διαφυγής των Γαργαλιανιωτών γιά τήν Πύλο. Στήν διάρκεια αυτής της επιχείρησης, στήν τοποθεσία Μάτι, δολοφόνησε προσωπικά τόν Παναγιώτη Στούπα (Λέντζο).
Τίς επόμενες ημέρες, στό Κάστρο της Πύλου, βασάνισε απάνθρωπα πολλούς κρατούμενους. Ιδιαίτερα βάρβαρος ήταν στό βασανισμό του ιερέα του Μουζακίου Χρήστου Γκότση, καί του Τάκη Κάππου. Έδειχνε παντελή έλλειψη ανθρωπιάς, καί σαδισμό κατά τόν βασανισμό κρατουμένων.
Ο Τάκης Κάππος περιγράφει τό φρικτό τέλος του Δημήτρη Πιρπιρή:
“… Τό 1945, σέ μιά εκκαθαριστική επιχείρηση στόν ορεινό όγκο της Τριφυλίας έχουμε στήσει ενέδρα κοντά στό χωριό Τσούτενα.
Εγώ είμαι επικεφαλής δικής μου ομάδας εθνοφυλάκων, αλλά έχω μαζί μου καί ένα λοχία του Ελληνικού Στρατού μέ δυό στρατιώτες.
Όσον καιρό ήμουν αποσπασματάρχης στίς ΜΑΥ, ποτέ δέν πήγαινα σέ αποστολή χωρίς συμμετοχή αξιωματικού ή υπαξιωματικού του τακτικού στρατού. Οι εθνοφύλακες πού είχα μαζί μου, ως εθελοντές, μπορούσαν νά παρακούσουν τίς δικές μου διαταγές, αλλά όχι ενός μέλους του τακτικού στρατού.
Εκείνη τήν ημέρα, ο λοχίας μέ μερικούς εθνοφύλακες είχαν αγοράσει από ένα βοσκό ένα κατσίκι, τό είχαν ψήσει καί τό έτρωγαν. Εγώ δέν συμμετείχα πραγματικά στό φαγοπότι, αλλά καθόμουν ακεί κοντά καί παρατηρούσα. Σέ μιά στιγμή βλέπω σέ κάποια απόσταση, σέ ένα αγροτικό δρόμο, νά περνούν τρεις άγνωστοι. Αρπάζω τό όπλο μου καί τρέχω πρός τό μέρος τους.
Όταν τούς πλησίασα εκ των όπισθεν, είδα ότι ήταν οπλισμένοι, καί η πρώτη σκέψη μου ήταν νά τούς πυροβολήσω.
Η διαταγή του Τάγματος ήταν: – “ Οπλισμένοι παράνομοι, νά τουφεκίζονται επί τόπου”.
Διεπίστωσα όμως ότι καί νά ήθελα νά τούς πυροβολήσω, αυτό δέν μπορουσε νά γίνει, διότι από τήν αντίθετη κατεύθυνση, καί σέ μικρή απόσταση, ερχόταν μιά χωριάτισσα μέ τό άλογό της φορτωμένο άδειους τενεκέδες μέ τούς οποίους είχε μεταφέρει στό χωριό γάλα από τή στάνη της. Σταμάτησα παράμερα έως ότου νά περάσει η χωριάτισσα, αφού της είχα κάνει καί νόημα νά μήν μου μιλήσει, καί μέ αντιληφθούν οι άγνωστοι.
Άφησα νά περάσει η χωριάτισσα, καί καλυπτόμενος από τόν θόρυβο των τενεκέδων απάνω στό άλογο, έτρεξα καί έφθασα στά δέκα μέτρα τούς τρεις άντρες. Τούς φώναξα νά σταματήσουν, σημαδεύοντάς τους μέ τό όπλο μου.
Τούς αναγνώρισα καί τούς τρεις. Ήταν ο Δημήτρης Πιρπιρής, ο πατριώτης μου από τόν Πύργο Κωνσταντίνος Σταθόπουλος, χημικός καί βουλευτής της ΠΕΕΑ, καί ο Γαργαλιανιώτης αντάρτης Μιάμης.
Ο Σταθόπουλος κρατούσε καί μιά τσάντα. Μετά βρήκαμε ότι ήταν γεμάτη έγγραφα του ΕΑΜ καί του ΚΚΕ. Τά σαγόνια του Πιρπιρή άρχισαν νά κτυπούν μέ δύναμη. Φαίνεται ότι μέ είχε αναγνωρίσει καί φοβόταν. Στήν Πύλο, όταν παραδώσαμε τά όπλα μας, μέ είχε βασανίσει μέ μανία και με αποκαλούσε “τό πρωτοπαλλήκαρο του Στούπα”. Εκτός από τά κτυπήματα καί τίς κλωτσιές πού μου είχε δώσει, όταν έπεσα κάτω μέ πατούσε μέ τ’ άρβυλά του στό κεφάλι.
Τούς ειπα νά μήν φοβούνται, διότι εμείς θά τούς παραδώσουμε στή δικαιοσύνη.
– «Αυτό θέλουμε νά πιστεύουμε καί μεις», ειπε ο Πιρπιρής.
Εν τω μεταξύ έφθασε καί ο λοχίας.
Φώναξε έναν κτηματία πού ήταν εκεί κοντά καί του ζήτησε μιά τριχιά, μέ τήν οποία έδεσε τούς τρεις κρατούμενους.
Τούς έδεσε όμως μέ τρόπο ώστε νά έχουν αρκετή απόσταση μεταξύ τους γιά νά μπορούν νά βαδίζουν ένας πίσω από τόν άλλον στό μονοπάτι. Εν συνεχεία ο λοχίας έστειλε τόν έναν από τούς δυό στρατιώτες πού είχε μαζί του, γρήγορα στόν Λόχο του ως αγγελιαφόρο νά ειδοποιήσει ότι είχαμε τρεις κρατούμενους. Μέ τόν άλλο στρατιώτη ξεκίνησε νά μεταφέρει τούς κρατούμενους στήν έδρα τουυ Λόχου.
Εγώ μέ τήν δική μου ομάδα των εθνοφυλάκων έβγαλα πλαγιοφυλακές καί οπισθοφυλακή νά τούς καλύπτω στήν πορεία τους μέχρι τήν έδρα του Λόχου.
Όταν ο αγγελιαφόρος στρατιώτης έφτασε στήν έδρα του Λόχου καί έδωσε τά νέα γιά τούς τρεις κρατούμενους, ήρθαν από εκεί τρέχοντας καί τούς συνάντησαν στό δρόμο δυό εθνοφύλακες καί η ομάδα του Ντίνου Τσαγκάρη (Κουφοδημήτρη).
Ο πατέρας Τσαγκάρης σκότωσε τούς τρεις κρατούμενους, όπως ήταν δεμένοι. Μάλιστα, μου είπαν αργότερα ότι έκανε καί τήν εξής παρατήρηση: «Δέν πίστευα ότι ο Κάππος ειναι τόσο δειλός»! Προφανώς μέ θεωρούσε δειλό επειδή δέ σκότωσα τούς κρατούμενους.
(Μαρτυρία Τάκη Κάππου στον συγγραφέα)
Η εφημερίδα της Καλαμάτας “Τά Νέα”, της 5ης Ιουνίου 1945 είχε γράψει γιά τό τέλος του Πιρπιρή: “… στήν Τσούτενα Τριφυλλίας, αποσπάσματα της εθνοφυλακής εφόνευσαν τόν περιβόητον Καπετάν Πιρπιρή καί τόν Κ. Σταθόπουλον”. (Αυτό προφανώς δεν αρκούσε στον Καμαρινό, και στο βιβλίο του χρέωσε τη δολοφονία στον Μαγγανά!).
Η εν ψυχρώ εκτέλεση του Δημήτρη Πιρπιρή καί των άλλων δυό κρατουμένων από τόν Ντίνο Τσαγκάρη ομολογείται καί από τόν γυιό του Νίκο Τσαγκάρη σε προσωπική συνέντευξη που μου έδωσε:
“…Τό απόσπασμά μας έπιασε πολλούς παράνομους πού κρύβονταν σ’ όλη τήν Μεσσηνία. Έγιναν καί παρανομίες. Ο πατέρας μου σκότωσε 3 φυγόδικους κομμουνιστές στήν Τσούτενα, τόν Δημήτρη Πιρπιρή, τόν Σταθόπουλο, καί τόν Μιάμη. Τούς είχε συλλάβει τό απόσπασμα του Τάκη του Κάππου. Εμείς (σ.σ. εννοεί αυτός και τα αδέλφια του) δέν συμφωνούσαμε μ’ αυτήν τήν πράξη … Δέν έπρεπε νά γίνει!…”.
(Μαρτυρία Νίκου Τσαγκάρη στον συγγραφέα)
Τό απαράδεκτο στό ανωτέρω επεισόδιο είναι ότι οι αξιωματικοί της εθνοφυλακης, πού ήταν επικεφαλής της επιχείρησης, κάλυψαν τήν εν ψυχρώ εκτέλεση των φυγόδικων μετά τή σύλληψή τους”.
Υστερόγραφο:
Το απόσπασμα του Ντίνου Τσαγκάρη και των τεσσάρων παιδιών του, δυνάμεως έως 50 μελών, συνέχισε τη δράση του στην Τριφυλία και την Ολυμπία μέχρι το 1949.
Είχε σημαντική συμμετοχή στην απόκρουση και των τριών επιθέσων των ανταρτών του «ΔΣΕ» εναντίον της Ζαχάρως.
Ο Ντίνος Τσαγκάρης είχε ξεκινήσει με το ΕΑΜ και τα παιδιά του με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, αλλά άλλαξαν στρατόπεδο όταν άρχισαν οι επιθέσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εναντίον της «αντίδρασης»].