Γράφει ο Παναγιώτης Λιάκος
Το φιλμ «Darkest Hour», το οποίο ανασυστήνει μέσω της 7ης Τέχνης τις πρώτες ημέρες του Τσόρτσιλ στην πρωθυπουργία τής (εν πολέμω προς τη Γερμανία ευρισκόμενης) Μεγάλης Βρετανίας, είναι ένας ύμνος στον θεσμό της βασιλείας, εγκώμιο και αριστείο στην προσωπικότητα του ακατάβλητου πρωθυπουργού και μια δοξολογία στο βρετανικό έθνος. Ο σκηνοθέτης Τζο Ράιτ και ο σεναριογράφος Αντονι ΜακΚάρτεν κατόρθωσαν να πλάσουν ένα πνευματικό μνημείο, ένα ευλαβικό ανάθημα στην Ιστορία της πατρίδας τους, το οποίο αποτελεί και σπονδή προς τους νεκρούς του Μεγάλου Πολέμου.
Αξιοζήλευτη επίδοση. Σ’ ένα έργο μπόρεσαν να χωρέσουν την έκρηξη πατριωτισμού και αυτοθυσίας που σημειώθηκε στις καρδιές ενός λαού, και το ωστικό κύμα της έγινε απόφαση και σχέδιο στο παλάτι και στη Βουλή τους. Και μέσα στους καπνούς και στα συντρίμμια της ανθρωποσφαγής να υψώνεται στα ουράνια η δόξα που μαζί κατέκτησαν νεκροί και ζωντανοί που πολέμησαν, βοήθησαν, υπέμειναν και επέμειναν.
Αυτά οι δημιουργοί του «Darkest Hour» τα καταφέρνουν σε μια εποχή όπου η κυρίαρχη ιδεολογία επιβάλλει το ξεθώριασμα της μνήμης, δηλαδή την απόσχιση από την ανθρώπινη πλευρά της ύπαρξης και την αποκήρυξη του πολιτισμού – μια και ο άνθρωπος ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πανίδα και δημιουργεί πολιτισμό λόγω της κριτικής αξιολόγησης της μνήμης του. Δίχως μνήμη δεν υπάρχει άνθρωπος ούτε και πολιτισμός, όπως και τα κτίρια δεν δύνανται να σταθούν χωρίς θεμέλια. Ακόμα και η βούλησή μας για το μέλλον έχει ισχύ από την ενέργεια που παράγει η μνήμη του εαυτού μας, των άλλων και της σχέσεώς μας με το περιβάλλον.
Η ταινία τούτη μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητή και να μαγέψει, να συνεπάρει, να συγκλονίσει κάθε άνθρωπο που διαθέτει έστω και μικρά αποθέματα συναισθήματος στη συνείδησή του. Ακόμα και οι πλέον αδαείς, από ιστορικής άποψης, μπορούν να την παρακολουθήσουν, αφού ο απόηχος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο αντίλαλος από τις επιδόσεις των Βρετανών σε αυτόν τον στίβο θανάτου και αρετής δεν έχει κοπάσει ακόμα.
Η εναρκτήρια φράση του παρόντος «Τα έθνη που ηττώνται σε πόλεμο αναγεννώνται, αλλά εκείνα που παραδίδονται αμαχητί αφανίζονται», εκστομίζεται από τον Τσόρτσιλ στην κρισιμότερη στιγμή της ταινίας, εκεί όπου -σύμφωνα με το σενάριο- η μοίρα της ανθρωπότητας είχε ισορροπήσει απόλυτα τον ζυγό της τελικής κρίσης και περίμενε μια ανάσα, ένα φτερό, έναν κόκκο σκόνης να καθίσει σε μια από τις δύο πλάστιγγες, ώστε να αποφασιστεί ο νικητής του κόσμου.
Ο βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου Γεώργιος ΣΤ΄ αποφάσισε να επισκεφτεί νύχτα τον πρωθυπουργό Τσόρτσιλ με σκοπό να του εκφράσει τη στήριξή του στην απόφαση του τελευταίου η χώρα να πολεμήσει μέχρις εσχάτων τους Γερμανούς. Μπορεί να φανεί παράδοξο στους μη έχοντες σχετικά στενή επαφή με τα ζητήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ο Τσόρτσιλ δεν πέρασε εύκολα την απόφασή του να μην καταδεχτεί η Αγγλία να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με τους Γερμανούς (με φυσική συνέπεια να μετατραπεί σε χώρα-δορυφόρο του Γ΄ Ράιχ). Η παράταξη των ενδοτικών του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν πανίσχυρη ακόμα και έως τον Μάιο του 1940. Ο Γεώργιος ΣΤ΄ θέλει να ακούσει από το στόμα του πρωθυπουργού ότι σκοπεύει να πολεμήσει και ο Τσόρτσιλ τού το λέει.
Στην ταινία, την τελική εφόρμηση προς τον ολοκληρωτικό πόλεμο ο Τσόρτσιλ την πραγματοποιεί στο μετρό του Λονδίνου, ρωτώντας τους πολίτες που συνάντησε στον συρμό αν ήθελαν συνθηκολόγηση ή πολεμική περιπέτεια. Αυτό το έπραξε κατόπιν συμβουλής του βασιλιά και η απάντηση των καθημερινών Βρετανών σε αυτό το δίλημμα ήταν εκείνη που όλοι γνωρίζουμε: Πόλεμος.
Ένας άνθρωπος με ηθικά ακέραιη θέση απέναντι σε πολλούς άβουλους. Ένα έθνος αποφασισμένο να πολεμήσει, ακόμα και να συντριβεί σε ήττα, αλλά να μην παραδοθεί. Ένα παλάτι αντάξιο της λάμψης του στέμματος του βασιλιά και της Ιστορίας της χώρας. Όλοι μαζί ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη, πέτυχαν το ακατόρθωτο και απαθανατίζονται σε έργα κάθε είδους τέχνης.
Μακάρι και ο λαός μας, οι νεκροί μας, οι δικοί μας ζώντες αγωνιστές, ο δικός μας πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, το παλάτι μας και όσοι συμμετείχαν στο Έπος του ’40 να βρουν από τις επόμενες γενιές την τιμή που τους αξίζει.
Και πάνω απ’ όλα να θυμόμαστε αυτό το κρίσιμο, το βασικό: «Τα έθνη που ηττώνται σε πόλεμο αναγεννώνται, αλλά εκείνα που παραδίδονται αμαχητί αφανίζονται».
*Ο Παναγιώτης Λιάκος
Είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
ΠΗΓΗ: http://www.dimokratianews.gr/content/83691/protimiteos-o-polemos-mias-atimis-eirinis