Άρθρο της Ειρήνης Δημοπούλου – Παππά
διευθύντριας της εφημερίδας “Εμπρός“,
Στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και αποπροσανατολισμού, με την ανεργία να καλπάζει, τις συντάξεις να μετατρέπονται σε φιλοδωρήματα, την ανασφάλεια να διαχέεται στην ελληνική κοινωνία και να την οδηγεί σε ένα βαβελικό «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν», η απάντηση δεν μπορεί να είναι το πού θα βρούμε το «παραπάνω» για να νεκρώσουμε τις αισθήσεις μας και ναρκωμένοι να προχωρούμε νεκροζώντανοι ως το τέρμα της ζωής ενός εκάστου και του Έθνους μας.
Πιστεύω πως απάντηση είναι μια στροφή, μια θεώρηση της ζωής διαφορετική από αυτή που μας πούλησε ο άξονας ΗΠΑ-Σοβιετία-Ε.Ε., και η οποία οδήγησε την χώρα και τον λαό μας στην σημερινή πολύμορφη χρεοκοπία. Δεν εννοώ ούτε την αποβιομηχάνιση, ούτε την απομάκρυνση από την τεχνολογική πρόοδο, η οποία θα παραχωρούσε το πλεονέκτημα στους αντιπάλους. Πιστεύω πως την απάντηση, όχι δεν πρέπει, μα δεν έχει νόημα και δεν μας αξίζει να την αναζητήσουμε στους βάλτους, αλλά στις κρήνες της Ελληνικής σκέψης και κυρίως του ελληνικού τρόπου ζωής, που διασχίζει τον Χρόνο από τον Ομηρικό κόσμο και την Σοφία της Ελληνικής Φυσιοκρατίας και Ιδεοκρατίας, ως τον Περικλή Γιαννόπουλο και τον Παναγιώτη Κονδύλη. Ο Πλάτων στον «Φαίδωνα» γράφει πως «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσιν». Ας μελετήσουμε πώς θέλουμε να ζήσουμε.
Να ζεις Ελληνικά, σημαίνει να ζεις αληθινά. Σημαίνει να ξέρεις ποιος είσαι. Τι σε κάνει δυνατό, να το ψάχνεις και να το αποκτάς. Τι στραγγίζει απ’ το νου και το σώμα σου τη Ζωή, να το αποφεύγεις, να το διώχνεις. Σημαίνει να ξέρεις από πού έρχεσαι. Να νιώθεις στις φλέβες σου να σφυροκοπούν οι πρόγονοι το σίδερο της ύπαρξής σου. Χιλιάδες πρόγονοι να κλείνουν γύρω σου τις ασπίδες όταν οι αγέρηδες αντιμάχονται το τρυφερό δέντρο της νιότης σου, να ανοίγουν διάπλατα την πόρτα ν’ αγναντέψεις τον ορίζοντα των ονείρων σου, να σε παρηγορούν στις θύελλες, να σε ζεσταίνουν στα κρύα, να χαίρονται μαζί σου στις φωτερές μέρες της ωριμότητάς σου. Πιασμένοι στο χορό του Αίματος και της Φυλής ο ένας με τον άλλο, να σου δίνουν το χέρι να πιαστείς στον ανήφορο της αναζήτησής σου. Γιατί πρέπει να μάθεις γιατί είσαι εδώ, αν θες να μη σε ρουφήξει το ατομικιστικό παράλογο της γέννησης και του θανάτου, του πλούτου και της ανέχειας, της αρχής και του τέλους.
Να ζεις Ελληνικά σημαίνει να καθορίσεις νωρίς στη ζωή πώς θέλεις να τη ζήσεις. Και σύμφωνα μ’ αυτό να πορευτείς, κάνοντας τις στρατηγικές σου επιλογές, μα κρατώντας πάντα ζωντανό στα μάτια σου το στόχο. Για να ζήσεις Ελληνικά, πρέπει να μάθεις να διαλέγεις. Το πρώτο που θα αποφασίσεις: αν θες να είσαι δούλος ή ελεύθερος. Δούλος θα πει κυριαρχημένος και υπό- άλλους στην καθημερινότητά σου. Θα πει να αποφασίζουν άλλοι για τον τρόπο που οφείλεις να σκέφτεσαι και γι’ αυτά που πρέπει να πιστεύεις έτσι που να είσαι όμοιος με τα υπόλοιπα πρόβατα της στάνης τους. Δούλος θα πει να ψάχνεις στα έντυπα του συρμού γι’ αυτά που ως comme il faut μπουρζουάς πρέπει να φοράς, να διαβάζεις, να ακούς, να ενδιαιτάσαι, αν είναι να γίνεις δεκτός στη μάζα των γιαλαντζί cognoscenti. Δούλος θα πει να εξαρτάς από τους άλλους το πώς θα είσαι, το ποιος θα είσαι.
Είναι βέβαια αλήθεια πως στις μέρες της αυτοκρατορίας της Νέας Υόρκης και της σατραπείας των Βρυξελλών, οι δούλοι περνούν καλύτερα απ’ τους ελεύθερους. Οι υπηρεσίες τους στο καθεστώς πληρώνονται πλουσιοπάροχα, όπως αυτές ενός πιστού ευνούχου ή μιας επιτήδειας πόρνης. Διαλέγεις τι από τα δυο θα είσαι, αν θέλεις να γίνεις αρεστός «σ’ αυτούς που πρέπει». Από την άλλη, μπορεί να αποφασίσεις να ζήσεις ελεύθερος. Αν ναι, θα ξέρεις ότι εσύ ο ελεύθερος θα βγάζεις λιγότερα από τους δούλους. Πως οι δούλοι θα κοιτούν εσένα το λεύτερο αφ’ υψηλού, με περιφρόνηση, με μια κρυφή ίσως ζήλια. Πως οι μαρμαροστρωμένες κατοικίες με γκαζόν, πισίνα και jacuzzi δε θα σε καταδεχτούν ποτέ στη χωρία των ενοίκων τους. Και πως οι βιτρίνες των ρουχάδικων και των τσαντάδικων, των αυτοκινητάδικων, των επιπλάδικων, των φαγάδικων, των υπνάδικων και των λοιπών επώνυμων αισχροκερδών εμπόρων του συρμού, θα σε βλέπουν μόνο απέξω.
Αν μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτούς και, κυρίως, χωρίς αυτά, τότε έκανες ένα βήμα προς την ελευθερία σου. Να ζεις ελεύθερος, σημαίνει να ζεις Ελληνικά. Ημίμετρα δεν υπάρχουν. Να ζεις κι έτσι κι αλλιώς, δε γίνεται. Τουλάχιστον όχι για πολύ, όχι αν δε θέλεις να γίνεις γελοίος ή τρελός. Να περνάς τη ζωή με λεβεντιά, με την πλάτη όρθια, με το κεφάλι ψηλά. Με το μυαλό καθαρό και την ψυχή ατάραχη. Διαλέγοντας τις μάχες και τους εχθρούς, διαλέγοντας τις μνήμες και τους φίλους.
Ξέροντας ποιος είσαι. Ξέροντας πως είσαι Έλληνας. Ξέροντας πως είσαι Εσύ.
(το κείμενο που διαβάσατε,
δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2001
στην εφημερίδα «Χρυσή Αυγή»)